Ο Πούτιν δεν έκρυψε ποτέ τη δυσανεξία του για τη μεταψυχροπολεμική ισορροπία. Θεωρεί ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν μια μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή. Εχει επινοήσει ένα ιστορικό αφήγημα με το οποίο δαιμονοποιεί τη Δύση και την κατηγορεί ότι, με την επέκταση του ΝΑΤΟ, αθέτησε τα συμφωνηθέντα. Και ότι έχει, ουσιαστικά, μετατρέψει το δόγμα της ανάσχεσης σε δόγμα περικύκλωσης της Ρωσίας. Αυτό το αφήγημα έχει απήχηση και σε ορισμένους κύκλους της Δύσης, ιδιαίτερα σε αναθεωρητικούς ιστορικούς, που επανεξετάζουν την ορθότητα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ.
Η πολιτική της διεύρυνσης ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ενωσης, όμως, ήταν το νομοτελειακό επακόλουθο της ήττας και της διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης. Η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας συμπεριέλαβε τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Βαλτικής, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό ήταν, άλλωστε, και το διακύβευμα του Ψυχρού Πολέμου.
Το αφήγημα του Πούτιν για την εξέλιξη των πραγμάτων στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη παραβλέπει μια βασική αλήθεια. Οι χώρες αυτές έσπευσαν να ενταχθούν στους ευρωατλαντικούς θεσμούς με τη θέλησή τους και όχι διά της επιβολής. Οι χώρες αυτές εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση αναζητώντας εγγυήσεις δημοκρατίας και ανάπτυξης και στο ΝΑΤΟ αναζητώντας εγγυήσεις ασφάλειας.
Πέρα από το αναθεωρητικό αφήγημα της δαιμονοποίησης της Δύσης και της θυματοποίησης της Ρωσίας, ο Πούτιν από το 2008 έχει επιδοθεί σε μια κλιμακούμενη προσπάθεια αναθεώρησης του status quo. Ο Πούτιν, με όρους realpolitik, βλέπει ένα «παράθυρο τρωτότητας» της Δύσης και, συνακόλουθα, ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για τη Ρωσία. Θεωρεί ότι ο εικοσαετής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποδυνάμωσε την Αμερική, την οδήγησε σε υπερέκταση και αναπόφευκτα σε αναδίπλωση.
Ο Πούτιν δοκίμασε τα όρια της αμερικανικής αντίδρασης στη Γεωργία το 2008, στην Κριμαία το 2014 και στο Συριακό. Ερμήνευσε τη στροφή της Αμερικής στην Ασία, τις απαξιωτικές αναφορές του Τραμπ για το ΝΑΤΟ και τους ευρωπαίους συμμάχους και την άτακτη αποχώρηση από το Αφγανιστάν ως μείωση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη. Ερμήνευσε, ενδεχομένως, την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία ως συνολική αλλαγή στάσης. Και τη διακήρυξη της Ευρώπης για στρατηγική αυτονομία ως απαρχή αποσύνδεσης των δυο πλευρών του Ατλαντικού (decoupling). Ανάμεσα στην αμυντική εξάρτηση της Ευρώπης από την Αμερική και τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ο Πούτιν είδε ένα παράθυρο ευκαιρίας.
Η παρερμηνεία των εξελίξεων στη Δύση ως παγιωμένων και ανεπίστροφων τον οδήγησε σε μια σοβαρή και δυσανάλογη κλιμάκωση στην Ουκρανία και σε ένα στρατηγικό λάθος. Οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του Πούτιν δύσκολα γίνονται αποδεκτές από τη Δύση. Ακόμη κι αν η Δύση είχε σιωπηρά αποδεχθεί ότι η Ουκρανία δύσκολα θα γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ, ποτέ δεν θα το αποδεχθεί δημόσια. Θα καταστρατηγούσε τις αρχές και τις αξίες της. Ο Πούτιν θα μπορούσε να πετύχει μια σιωπηρή ουδετερότητα της Ουκρανίας χωρίς να εμπλακεί σε παίγνια πολέμου και σε στρατηγική αντιπαράθεση με τη Δύση. Ο Πούτιν, ακόμη κι αν επικρατήσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ουκρανική κρίση, η νίκη του θα είναι πύρρειος. Με τη δυσανάλογη κλιμάκωση της κρίσης έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Δύση συσπειρώνεται και οι διατλαντικές σχέσεις, παρά τις επιμέρους διαφωνίες, συσφίγγονται. Το ΝΑΤΟ επανεδραιώνει την παρουσία του και τον λόγο ύπαρξής του. Η Αμερική ενισχύει και πάλι την παρουσία της στην ευρωπαϊκή ήπειρο με εξοπλισμό, στρατό και εγγυήσεις. Η Ευρώπη επανεξετάζει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία. Οι διαχωριστικές γραμμές επαναχαράσσονται και η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας παγιώνεται. Οι επιδιώξεις του Πούτιν για συνολική ανατροπή του μεταψυχροπολεμικού status quo σταματάνε στην Ουκρανία.
*Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 29/1/2022 στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο”