Στρατηγική συμπληρωματικότητα

Στρατηγική συμπληρωματικότητα

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες υποδέχθηκαν με ανακούφιση την ήττα Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα ήταν καταστροφική για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, και την δημοκρατία ως συστατική αξία του ευρωατλαντικού χώρου. Θα ενίσχυε τις δυνάμεις του αυταρχισμού και στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη. Μια δεύτερη τετραετία Τραμπ θα έφερνε και την πλήρη αποσυναρμολόγηση του θεσμικού οικοδομήματος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.

Η νέα αμερικανική κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια σειρά κινήσεων, που θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη και θα βελτιώσουν το κλίμα στις σχέσεις Ευρώπης – Αμερικής.

Ο Μπάιντεν θα επαναπροσδιορίσει την σημασία του ΝΑΤΟ. Θα επιστρέψει στην συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια βελτιωμένη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Θα ηγηθεί, επίσης, της αναμόρφωσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Ο ευρωατλαντικός χώρος, όμως, έχει υποστεί βαθιές και δομικές αλλαγές. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρώπη δεν έχει την ίδια γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη αλλά δεν συνιστά απειλή του ίδιου μεγέθους. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ έχει στραφεί αμετάκλητα προς την Ασία και την πλανητική πρόκληση της Κίνας. Το μειούμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ευρώπη προκύπτει και από μια σειρά από άλλους παράγοντες. Στο κατεστημένο της αμερικανικής διπλωματίας, οι «ατλαντιστές», που κυριάρχησαν στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, είναι πλέον σε υποχώρηση. Τα ηνία, σταδιακά, περνούν στους «ασιάτες». Η μετανάστευση από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ έχει μειωθεί σημαντικά. Συνακόλουθα, έχει μειωθεί δραματικά και το ενδιαφέρον για τις ευρωπαϊκές σπουδές στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ευρωπαίος εταίρος των ΗΠΑ δεν είναι πλέον το δυτικό κομμάτι της διχοτομημένης Ευρώπης του ψυχρού πολέμου. Είναι η ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίος δρών, είναι πληθυσμιακά, οικονομικά, και σε ήπια ισχύ, σχεδόν ισοδύναμη με τις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη σήμερα, διακηρύσσει την μετάβαση από την “στρατηγική εξάρτηση» από τις ΗΠΑ στην «στρατηγική αυτονομία».

Ευρώπη και Αμερική, όμως, εξακολουθούν να συνδέονται με κοινές αξίες και κοινά συμφέροντα, ενώ αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις και απειλές. Ο ενωμένος ευρωαμερικανικός χώρος αριθμεί το ένα δις του παγκόσμιου πληθυσμού, το 1/3 του παγκοσμίου εμπορίου, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, και το 60% των παγκοσμίων ξένων επενδύσεων. Η Δύση, ενωμένη, παραμένει κυρίαρχη στο πλανητικό σύστημα. Αντίθετα, η αποσύνδεση (decoupling) των δυο πλευρών του Ατλαντικού θα σημάνει μια απομονωμένη και αποδυναμωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κίνας, της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών, του μεταναστευτικού, της τρομοκρατίας, της τεχνολογικής επανάστασης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, προϋποθέτουν την αρραγή ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου.

Για να αντιμετωπιστούν οι νέες αυτές προκλήσεις και οι δομικές αλλαγές στον ευρωατλαντικό χώρο δεν αρκεί μια απλή επανεκκίνηση. Χρειάζεται ένα νέο Ατλαντικό Σύμφωνο, που να αποτυπώνει τα νέα δεδομένα.

Σε μια ασυνήθιστη πρωτοβουλία, για τα ιστορικά δεδομένα των ευρωαμερικανικών σχέσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε μια ατζέντα διαλόγου σε τέσσερις άξονες. Έχει σημειολογικό ενδιαφέρον ότι η πρωτοβουλία εκδηλώνεται τρεις μόλις εβδομάδες μετά την εκλογή Μπάϊντεν. Οι θεματικές συγκλίνουν με τις προτεραιότητες Μπάϊντεν. Στους πρώτους δυο άξονες, δηλαδή στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής η συνεργασία θα είναι άμεση και εύκολη. Στα θέματα τεχνολογίας, εμπορίου και κανονισμών τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Η σκιά του Τραμπ, αναγκαστικά θα σκληρύνει την στάση της κυβέρνησης Μπάϊντεν στις νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Ο τελευταίος άξονας που αφορά τις αμυντικές σχέσεις και την στρατηγική είναι, ίσως, και ο πλέον κρίσιμος. Η νέα στόχευση δεν είναι, πλέον, η διάδοση, αλλά η περιχαράκωση και η διάσωση των δημοκρατιών και η ανάσχεση του αυταρχισμού.

Για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων χρειάζεται μια νέα στρατηγική σχέση. Η «στρατηγική αυτονομία» πρέπει να υπάρχει ως αξιόπιστη ευρωπαϊκή επιλογή αλλά πολιτικά και επιχειρησιακά απαιτεί χρόνο. Άλλωστε οι Ευρωπαίοι δεν οριοθεοτούν την «στρατηγική αυτονομία» αντιθετικά προς τις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Μπάϊντεν δίνει την ευκαιρία για τη στρατηγική αναδιάταξη της διατλαντικής συμμαχίας. Να υπάρξει μια πιο ισότιμη σχέση, και μια νέα κατανομή ρόλων. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, πλέον, για την μετάβαση από το καθεστώς της «στρατηγικής εξάρτησης» στην διατλαντική «στρατηγική συμπληρωματικότητα».

Στα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Τουρκία αναφέρεται ότι η “Ε.Ε. θα επιδιώξει να συντονισθεί σε θέματα που αφορούν την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο με τις ΗΠΑ”. Σε δυο γραμμές πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει την ανάγκη «στρατηγικής συμπληρωματικότητας» και συνεννόησης στα μεγάλα προβλήματα.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στη στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στις 19-12-2020.

Transatlantic relations after the COVID-19 pandemic

Transatlantic relations after the COVID-19 pandemic

Abstract
This article analyses how the COVID-19 pandemic has affected the relationship between Europe and the US, and provides suggestions on how transatlantic cooperation should be taken forward. The pandemic has increased public distrust of the US in Europe due to the way the former has chosen to respond to COVID-19. However, this article argues that the pandemic has mainly accelerated existing transatlantic differences rather than creating new ones. To restore the transatlantic relationship, Europe and the US should strengthen their cooperation on common challenges such as climate change, health security, China, terrorism and migration. COVID-19 has highlighted the limitations of nationalist and unilateral policies in confronting global challenges. It may, in the end, provide the impetus for a rejuvenated transatlantic partnership and build a renewed sense of transatlantic solidarity.

Keywords
EU, US, Transatlantic relationship, COVID-19, China, International relations

Introduction
The novel coronavirus (COVID-19) pandemic has not outright caused changes in international relations. Rather, it has reinforced and accelerated fundamental characteristics of the international system that had already appeared before the crisis (Haass 2020a, 2). The same holds true for its effect on transatlantic relations.

The reputation of the US has declined sharply over the past year, even among its key allies and partners. For example, just 41% of the public in the UK express a favourable opinion of the US. In France, only 31% see the US positively, and in Germany only 26% (Wike et al. 2020). Never in the history of Pew polling has the US ranked this low. This decline has been the result of its handling of the pandemic and of concerns about racial injustice following the 25 May killing of George Floyd in Minneapolis, which led to massive protests in major cities of the US. Views of the administration of President Donald J. Trump have also deteriorated further, with a median of only 16% expressing confidence in him in the 13 countries surveyed (Wike et al. 2020).

Attitudes and public opinion aside, the pandemic is the latest in a series of mutual grievances between the two sides of the Atlantic over defence spending, trade, lack of consultation and much more. National responses to the pandemic brought about more grievances and tension.

In the face of medical supply shortages, both the United States and Europe turned inward. Washington ordered the 3M company to halt its export of N95 masks and to reroute its overseas production to the United States as part of a broader effort to meet domestic demand. The
European Union banned the export of face shields, gloves, masks, and protective garments for the same reason. (Donfried and Ischinger 2020, 1)

This transatlantic disarray opened a window of opportunity that Russia and China rushed to exploit. China, in particular, saw a chance to improve its image, which had been tarnished by its disastrous initial reaction of denial and cover up that had helped to spread the disease. It engaged in a massive public relations campaign, sending medical staff, gloves and masks to many European countries.

This article argues that, although COVID-19 has affected the transatlantic relationship negatively, US and European positions on several major issues had been diverging even before the pandemic. These include policy disagreements over Iraq, the Kyoto Protocol, the International Criminal Court, the Paris Climate Agreement, the nuclear deal with Iran, tariffs, digital taxation and the relocation of the US embassy in Israel to Jerusalem (Brattberg and Whineray 2020, 2). Trump’s unilateral withdrawal from the World Health Organization in the midst of a pandemic, and his refusal to join an international vaccine effort involving more than 170 nations has made things even worse. To restore the transatlantic relationship, Europe and the US should strengthen their cooperation on common challenges such as climate change, health security, China, terrorism and migration. Given that COVID-19 has highlighted the limitations of nationalist and unilateral policies in confronting global challenges, it may, in the end, provide the impetus for a rejuvenated transatlantic partnership and build a renewed sense of transatlantic solidarity.

The rest of the article is divided into four sections. The first provides a brief overview of transatlantic relations under the Trump administration. The second looks at how the transatlantic alliance oscillates between ‘strategic dependence’ and a future of ‘strategic autonomy’, even though the most sensible and mutually beneficial posture would be ‘strategic complementarity’. The third looks at the increasing strategic significance of China, and how US and European policies towards Beijing shape the transatlantic relationship. The fourth and final section concludes the article.

Transatlantic relations under Trump
The Trump administration has widened the rift between the two sides of the Atlantic. Trump’s offensive and divisive rhetoric has alienated Europeans. His comments on the EU being a ‘foe’ or ‘competitor’, Germany being ‘very bad’ and a ‘captive of Russia’, NATO being ‘obsolete’ and so many others have insulted European leaders and offended European public opinion. He is perceived as impulsive and unpredictable, making unilateral decisions such as the withdrawal of US forces from Syria or Germany without prior consultation with European Allies (Brattberg and Whineray 2020).

Europeans loathe Trump’s transactional approach to foreign policy with its emphasis on making gains in short-term deals rather than in managing long-term relationships. They have a hard time understanding his antagonising of America’s allies and dismantling of international institutions that were built under the leadership of the US and, for the most part, have served American interests well. His rhetoric and policies have sapped confidence in his leadership in general and his commitment to the transatlantic partnership in particular (Arvanitopoulos 2019).

His handling of the pandemic has further eroded trust in his leadership. The belief in Europe that the ‘adults in the room’, that is, the seasoned professionals that occupy key positions in the administration, would temper his erratic behaviour came crumbling down with the pandemic. Trump has shown total disrespect for science and scientists in his handling of the pandemic and thus has exacerbated the crisis.

Finally, the pandemic has highlighted the ‘spillover effect’ of Trumpism in Europe. Views of Trump are more positive among Europeans who have favourable views of right-wing populist parties. Consequently, positive ratings of America’s response to the pandemic are linked to support for right-wing populist parties and political ideology within several countries. ‘Those on the extreme right are more likely to think that the US has done a good job handling the outbreak’ (Wike et al. 2020).

The Trump Presidency and the evolution of American public opinion have created significant political uncertainty in Europe about the future of transatlantic relations. European policymakers are trying to understand and assess whether these recent developments reflect a permanent change and divergence between the two sides of the Atlantic or whether they represent temporary trends. Differences on policy issues, quarrels over ‘burden sharing’ and clashes in the personalities of the leaderships have often appeared along the trajectory of the transatlantic partnership. They have not, so far, managed to create a permanent and irreparable rift between the two sides of the Atlantic.

The US reaction to the pandemic, however, has reinforced the notion that the direction of the Trump administration reflects a structural change in US foreign policy and American public opinion. The first to express this concern was German Chancellor Angela Merkel with her statement on ‘taking our fate into our own hands’ during the first skirmishes with the Trump administration and Trump’s visit to Europe. Following Trump’s announcement of the US withdrawal from the Iran nuclear deal, Merkel came back with a stronger statement: ‘it is not the case that the United States of America will simply protect us. Instead, Europe must take its destiny in its own hands. That is our job for the future’ (Merkel 2018).

And so the concept of ‘strategic autonomy’ has become the focal point of European policy. EU member states have signed a new defence agreement for Permanent Structured Cooperation, a legally binding framework for the most willing and able member states to work on project-based joint capability development. In addition, they have established a joint European Defence Fund, for which the European Council proposed a €7.014 billion budget for 2021–7 in July. They have also created smaller EU Battlegroups to respond to and prevent crises (Nováky 2017).

Strategic complementarity
The asymmetry in power between Europe and the US, the notion of the ‘uneven barbell’ in the defence area, created a European dependence on the US for its security during the Cold War which continues to persist. American pre-eminence was conceded by the Europeans in return for American nuclear protection. Both sides of the Atlantic benefited from this arrangement. The EU could not have sustained its pan-European dream without the American security guarantee, and the US could not have maintained a strong global reach without a powerful and self-sufficient Europe. European free-riding in defence was allowed because a united Western Europe was considered vital in the overarching American Cold War strategy.

The eclipse of the Soviet threat after the collapse of the USSR and the rise of China have led the US to increasingly abdicate its responsibilities for Europe and ‘pivot to Asia’. Trump’s hostility to NATO and the EU has sent Europeans back to the drawing board. The European vision of ‘strategic autonomy’, on the other hand, has raised scepticism in the US. ‘US policymakers would prefer Europeans to spend more on military power within the confines of NATO, an idea that is based on the assumption that a more capable Europe would still follow the United States’ lead’ (Polyakova and Haddad 2020). It is unlikely, however, that Europe with a defence capability will blindly follow the US.

US policymakers face a dilemma: ‘do they prefer to maintain a weak and divided Europe that is aligned with their interests and dependent on US power? Or are they ready to deal with a more forceful and autonomous partner that will sometimes go against their favoured policies?’ (Polyakova and Haddad 2020). Aside from legitimate fears of unnecessary duplication with the NATO alliance, the Trump administration’s negative stance towards European defence cooperation is counterintuitive. Increased European spending on defence addresses the ‘burden sharing’ issue, and the strengthening of European forces benefits both NATO and the EU.

The strengthening of European defence should gently situate the transatlantic alliance, which oscillates between a condition of ‘strategic dependence’ and a future of ‘strategic autonomy’, in the sensible and mutually beneficial posture of ‘strategic complementarity’.
This outcome would be more easily facilitated by a new US administration. For many Europeans, Trump, with his ‘America first’ slogan and his antipathy towards the EU and NATO, has forfeited his ability to bring unity to the transatlantic partnership.

Pivot to Eurasia
There seems to be an additional reason for the growing psychological distancing between the US and Europe. Europeans are concerned that the eastern American establishment, which had traditionally been dominant in US policy formulation, is no longer in control. US foreign policy has shifted towards Asia, bringing to power people of political influence without a strong European orientation. This estrangement is not only due to high politics, but also to trends in demographics and public opinion. European immigration to the US is declining and, consequently, the role of Europeans in shaping the US political landscape is also declining (Ganesh 2020).

The lack of interest in Europe is a trend particularly evident in the falling interest in European studies at American universities. This declining interest in Europe has come about as a result of the fact that Europe is no longer the strategic theatre of geopolitics. The dissolution of the Soviet Union, its succession by a declining Russia and the rise of China have moved the geopolitical pendulum to Asia.

China poses a serious challenge to American and Western interests. It is not only challenging American geopolitical interests in South-East Asia, but with its grand geopolitical design of the ‘One Belt One Road Initiative’, it is trying to alter the balance of power in the Eurasian landmass. It also poses a challenge to the global economic system and the Western liberal order (Arvanitopoulos 2019).

The US ‘pivot to Asia’ preceded the Trump administration. It was a policy created under the Obama–Biden administration and will certainly not be reversed by a Biden Presidency. The truth of the matter is that since George W. Bush all presidents have followed a policy of disengagement from Europe that has differed only in scope and style.

Concern with Asia is not a new element of US foreign policy. There has always been a strong tradition of US involvement in Asia, dating all the way back to Andrew Jackson and Theodore Roosevelt. In 1906 Roosevelt was the first American president to be awarded the Nobel Peace Prize for his backchannel efforts to broker the Treaty of Portsmouth that ended the Russo-Japanese war. The US, a continental nation reaching
from the Atlantic to the Pacific, has always kept one eye to the west, like the Roman god Janus. The shift to the Pacific is here to stay. The Quad, the new security forum formed of the US, Japan, Australia and India, is a response to the rising challenge of China. ‘The call of Asia is too loud in Washington’ (Ganesh 2020).

The US–China feud under the Trump administration has mainly been about trade issues. His withdrawal from the Trans-Pacific Partnership Agreement was a result of his fixation on the idea that every transaction ought to be a zero-sum game, with a winner and a loser. Trump was eager to strike his own bilateral trade deal with China and sell it to his electorate in glowing terms. It was only after the COVID-19 pandemic hit the US that Trump’s rhetoric towards China became bellicose. Now that the ‘Chinese virus’ was threatening his presidency, the rhetoric of his administration shifted to pitting the ‘free world’ against a new ‘tyranny’. A Democratic administration is more likely to put values and human rights at the centre of its foreign policy towards China.

On the other hand, China’s increased economic and political footprint in Europe has led to growing concern among policymakers. The absence of a unified policy approach has given China increased leverage on a bilateral basis with EU member states. The size of Chinese investments has led some critics to suggest that Chinese money could replace Russian energy as a source of significant influence in Europe. In response to these concerns, the European Commission promoted, and the European Parliament adopted legislation requiring transparency and screening of Chinese investments, more controls over potential Chinese dumping, and more scrutiny of China’s offers to provide debt-based infrastructure financing and low-cost loans (Congressional Research Service 2019). In March 2019, the EU released a new EU–China Strategic Outlook, which stated that China is an economic competitor in the pursuit of technological leadership, and a systemic rival promoting alternative models of governance. This document requires all member states doing business with China to ensure compliance with EU law, rules and policies (European Commission and High Representative of the Union for Foreign Affairs and Security Policy 2019).

Europe will not strictly follow the US lead when it comes to defining its relationship with China. As Macron put it, ‘we have the right not to be outright enemies with our friends’ enemies’ (Economist 2019). When Europeans were asked in a poll, which side, if any, their country should take in a US–China conflict, their overwhelming answer was neither (Ganesh 2020). At the same time, there is a security concern in Europe with
respect to its technology base and its 5G networks. China’s role in connecting billions of sensitive information and communication technology systems in crucial sectors has become a concern not only in the US but in Europe as well.

If security concerns in Europe and the US are one aspect of a common approach regarding China, the other is the issue of values and democracy. It is the alternative political model that China presents, and more importantly, the revenue it offers to struggling governments that give weak democracies the capacity to pull away from the West. This dynamic is most apparent in Eastern Europe and the Balkans, where China has made major infrastructure investments (Kendall-Taylor and Shullman 2018). This became particularly evident during the pandemic crisis, when China engaged in a massive public relations campaign by airlifting medical equipment to win the hearts and minds of the citizens of these states.

The defence of the Western ideals of democracy, freedom and human rights; a free market economy; and the security of the West are better served by a common approach and a strong transatlantic partnership. The US may be pivoting to Asia, but China has been pivoting to Europe through a series of bilateral agreements with member states and heavy investments. The Belt and Road Initiative exceeds regional ambitions and is indicative of China’s global aspirations. America’s ‘pivot to Asia’ is a regional response to a global challenge that defies the geopolitical concept of Eurasia as an undivided space. To meet the challenge of China, the two pillars of the West, the US and Europe, need to form a unified response across Eurasia.

Conclusion
Since 1985, the world has faced a number of pandemic crises, from Aids, SARS and Ebola, to H1N1 and COVID-19. Despite the nationalisation of the immediate response to the current crisis, citizens and policymakers on both sides of the Atlantic increasingly realise that an effective response to the problem requires more, rather than less, cooperation. Europe and the US need to work together to tackle this and future pandemics. This cooperation must be based ‘on an agreed transatlantic pandemic strategy that defines what constitutes a pandemic, explains protocols for early containment and mitigation, and details how to manage the outbreak collectively if it spreads globally’ (Donfried and Ischinger 2020).

The US and Europe should work together to reform and strengthen the World Health Organization so that it can provide ‘an early warning commitment not only by national governments but also by regional health authorities, research labs, and companies to report outbreaks of epidemic diseases’ (Donfried and Ischinger 2020). Pandemics, however, are just one of the many global challenges that require enhanced cooperation between the two sides of the Atlantic. Climate change is becoming the defining issue of the twenty-first century, and one that no single country can tackle on its own (Haass 2020b, 192). Terrorism, cybersecurity and the proliferation of weapons of mass destruction are some of the other global challenges that we face today that require a strong transatlantic partnership.

Migration and refugee issues are becoming a serious problem in world affairs. Whether people leave their countries for economic reasons, to avoid conflicts and civil wars or, increasingly, because of climate change, the numbers are rising. Currently, there are some 250 million migrants in the world (Haass 2020b, 123). This is another global problem that requires increased cooperation. This holds especially true for the EU and the US, since they have the capacity to address the causes and conditions that lead to migration and it is in both their interests to do this.

The COVID-19 crisis has highlighted the limitations of nationalist and unilateral policies in confronting global challenges. The pandemic and the numerous other global challenges we face may, in the end, provide the impetus for a rejuvenated transatlantic partnership and ‘build a renewed sense of transatlantic solidarity that can last through this emergency and beyond’ (Donfried and Ischinger 2020).

References
Arvanitopoulos, C. (2019). The renewal of vows: A new transatlantic chapter for Europe and America. The Wilfried Martens Centre for European Studies. Brussels.
Brattberg, E., & Whineray, D. (2020). How Europe views transatlantic relations ahead of the 2020 U.S. election. Carnegie Endowment for International Peace. 20 February.
Congressional Research Service. (2019). The European Union and China. 1 April. https://fas.org/sgp/crs/row/IF10252.pdf. Accessed 22 October 2020.
Donfried, K., & Ischinger, W. (2020). The pandemic and the toll of transatlantic discord. Foreign Affairs, 18 April.
Economist. (2019). Emmanuel Macron in his own words (English): the French president’s interview with The Economist. 7 November. https://www.economist.com/europe/2019/11/07/emmanuel-macron-in-his-own-words-english. Accessed 22 October 2020.
European Commission & High Representative of the Union for Foreign Affairs and Security Policy. (2019). EU–China – A strategic outlook. Joint Communication, JOIN (2019) 5 final, 12 March. https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/communication-eu-chinaa-strategic-outlook.pdf. Accessed 22 October 2020.
Ganesh, J. (2020). Why America no longer looks to Europe. Financial Times, 9 October.
Haass, R. (2020a). The pandemic will accelerate history rather than reshape it. Foreign Affairs, 7 April.
Haass, R. (2020b). The world: A brief introduction. New York: Penguin Press.
Kendall-Taylor, A., & Shullman, D. (2018). How Russia and China undermine democracy. Can the West counter the threat? Foreign Affairs, 2 October. https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-10-02/how-russia-and-china-undermine-democracy. Accessed 22 October 2020.
Merkel, A. (2018). Speech at the ceremony awarding the International Charlemagne Prize to French President Emmanuel Macron. Aachen, 10 May. https://www.bundesregierung.de/breg-en/chancellor/speech-by-federal-chancellor-dr-angela-merkel-at-the-ceremony-awarding-
the-international-charlemagne-prize-to-french-president-emmanuel-macron-in-aachenon-10-may-2018-1008554. Accessed 22 October 2020.
Nováky, N. (2017). In brief: Permanent Structured Cooperation: Engines ignited but not yet liftoff. Wilfried Martens Centre for European Studies. 14 November.
Nováky, N. (2018). In brief: New American scepticism on EU defence cooperation. Wilfried Martens Centre for European Studies. March.
Polyakova, A., & Haddad, B. (2019). Europe alone: What comes after the Transatlantic Alliance. Foreign Affairs, July/August.
Wike, R., Fetterolf, J., & Mordecai, M. (2020). U.S. image plummets internationally as most say country has handled coronavirus badly. Ratings for Trump remain poor. Pewresearch.org, 15 September. https://www.pewresearch.org/global/2020/09/15/us-image-plummets-internationally-as-most-say-country-has-handled-coronavirus-badly/. Accessed 22 October 2020.

Η Αμερική του Μπάιντεν

Η Αμερική του Μπάιντεν

Η εξωτερική πολιτική της Προεδρίας Μπάιντεν θα διαφέρει σημαντικά από την κλασσική φιλελεύθερη διεθνιστική πολιτική προηγούμενων διοικήσεων των δημοκρατικών.

Κι αυτό γιατί οι δραματικές αλλαγές, τόσο στο διεθνές στερέωμα, όσο και στο εσωτερικό της Αμερικής, απαιτούν μια διαφορετική προσέγγιση. Οι δημοκρατίες είναι σε υποχώρηση, και η διεθνής πολιτική έχει επιστρέψει σε ένα Χομπσιανό περιβάλλον ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Το μοντέλο του αυταρχικού καπιταλισμού των αναθεωρητικών δυνάμεων αυτού του πολυκεντρικού κόσμου βρίσκει μιμητές ακόμη και στη Δύση. Το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι πλέον η διάδοση της δημοκρατίας αλλά η διάσωση της δημοκρατίας. Πόσο μάλλον όταν η ίδια η προεδρία Τραμπ έχει καταρρακώσει και απονομιμοποιήσει την ίδια την αμερικανική δημοκρατία.

Οι πολλαπλές εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αμερική θα απορροφήσουν, άλλωστε, πολλή από την ενέργεια της διοίκησης Μπάιντεν.

Η Προεδρία Τραμπ σηματοδότησε το τέλος ενός ενάρετου κύκλου οικοδόμησης και εξάπλωσης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Ο Τραμπ εξέφρασε πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινής γνώμης με τις συνεχείς διεθνείς παρεμβάσεις και με το άνισο οικονομικό μέρισμα του διεθνισμού και της παγκοσμιοποίησης.

Ο Τραμπ, που δεν θα εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή, θα υπενθυμίζει στην κοινή γνώμη ότι η Αμερική δεν ενεπλάκη ούτε σε έναν πόλεμο στην διάρκεια της προεδρίας του. Και ότι η προστατευτική οικονομική πολιτική που ακολούθησε ήταν προς όφελος των αμερικανών εργατών.

Η στρατηγική της διοίκησης Μπάιντεν θα περιλαμβάνει αρκετά από τα κλασσικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής. Θα σημάνει την επιστροφή στην πολυμερή διπλωματία και τους διεθνείς θεσμούς, την επαναβεβαίωση των συμμαχιών, και την διαβούλευση με τους εταίρους. Θα επαναφέρει τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εξωτερική πολιτική.

Οι δημοκρατικοί κατανοούν, όμως, ότι μετά την προεδρία Τραμπ, μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική αποκομμένη από τα εσωτερικά πολιτικά αιτήματα δεν θα έχει την αποδοχή και την στήριξη της κοινής γνώμης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπάιντεν κάνει συχνές αναφορές στην περίοδο Ρούζβελτ.

Η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη είχε αφετηρία την εφαρμογή των αρχών του New Deal και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές τις αρχές αποτύπωσαν ο Ρούζβελτ και ο Τσώρτσιλ στο Σύμφωνο του Ατλαντικού του 1941. Που προέβλεπε, ανάμεσα στα άλλα, “μια διεθνή οικονομική συνεργασία με στόχο την διασφάλιση βελτιωμένων εργασιακών σχέσεων, οικονομικής προόδου, και κοινωνικής ασφάλισης”. Από εκεί άντλησε τη νομιμοποίηση της η μεταπολεμική αμερικανική στρατηγική.

Ο Μπάιντεν και το επιτελείο του αναφέρονται σε ένα New Deal, στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική, για τον 21ο αιώνα. Ο Μπάιντεν παρουσιάζοντας τον νέο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, σε μια πολιτική εθνικής οικονομικής ασφάλειας, που θα έχει χειροπιαστά oφέλη για την μεσαία τάξη και τους πολίτες της Αμερικής.

Από την άλλη πλευρά, ο νέος ΥΠΕΞ προαναγγέλει ένα νέο συνασπισμό δημοκρατιών. Ο συνασπισμός αυτός, όμως, θα είναι αμυντικογενής με στόχο την διάσωση της δημοκρατίας και την ανάσχεση του αυταρχισμού παρά την εξάπλωση των δημοκρατιών. Η προεδρία Μπάιντεν θα αποστεί από τον παραδοσιακό ιεραποστολικό φιλελεύθερο ιδεαλισμό.

Η περιχαράκωση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, μια διεθνής οικονομική πολιτική με εσωτερικούς αποδέκτες, και μια πολιτική επιλεκτικού παρεμβατισμού θα είναι το μίγμα της πολιτικής Μπάιντεν για την Αμερική “που επιστρέφει”.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα ΝΕΑ” στη στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ” στις 05-12-2020.

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ και Θεσμικά Αντίβαρα

Η συμμετοχή των πολιτών στην πιο κρίσιμη προεδρική εκλογή των ΗΠΑ ήταν ιστορική.

150 εκατομύρια Αμερικανών αψήφησαν την φονική πανδημία για να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα. Ακύρωσαν με εκκωφαντικό τρόπο τις προσπάθειες του Τραμπ να δυσχεράνει την συμμετοχή, είτε με διαδικαστικά τερτίπια, είτε προεξοφλώντας νοθεία. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης της πολιτικής διαδικασίας, οι αμερικανοί υπενθύμισαν το γράμμα του αμερικανικού συντάγματος, “We the People”.

Ο Τραμπ νίκησε βιολογικά τον κορωνοϊό αλλά ηττήθηκε πολιτικά εξαιτίας του κορωνοϊού. Η πανδημία με τους 250 χιλιάδες νεκρούς και τα εκατομμύρια κρούσματα ήταν ένας ακήρυχτος πόλεμος. Ο Τραμπ επέλεξε να διαχειριστεί επικοινωνιακά ένα πόλεμο αντί να τον πολεμήσει. Δεν είχε ούτε την συγκρότηση, ούτε την πειθαρχία, ούτε την μεθοδικότητα, ούτε τον ορθολογισμό για να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη κρίση της προεδρίας του. Αντίθετα, η κρίση της πανδημίας ανέδειξε όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που για τους αντιπάλους του, τον καθιστούν ακατάλληλο για το ύπατο αξίωμα της υπερδύναμης.

Η τραμπική καλτ περσόνα, κάτι μεταξύ λαϊκιστή- τηλεευαγγελιστή, και παρουσιαστή ριάλιτι σόου, με έναν παραληρηματικό λόγο εγκλώβισε αρκετούς «πιστούς» σε μια εικονική πραγματικότητα. Αυτά τα στοιχεία μαζί με την ακραία πόλωση, που υποδαύλισε, συσπείρωσαν την ρεπουμπλικανική βάση. Ο Τραμπ απέφυγε έτσι την συντριβή αλλά δεν απέφυγε την ήττα.

Ο υπόρρητος ρατσισμός του αποξένωσε μειονότητες. Ο σεξισμός του αποξένωσε τις γυναίκες, παρά τις εκκλήσεις του προς τις γυναίκες των προαστίων “να τον αγαπήσουν». Η οικονομική του πολιτική αποξένωσε τους εργάτες του Μίσιγκαν και του Γουισκόνσιν και της Πενσυλβάνια. Των πολιτειών που του είχαν δώσει τη νίκη το 2016. Γιατί ούτε φοροαπαλλαγές τους έδωσε, ούτε επενδύσεις στις υποδομές με μεγάλα έργα έκανε, ούτε την κατασκευαστική βιομηχανία ανασυγκρότησε.

Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ξεκάθαρο αλλά και ισορροπημένο. Ο Μπάϊντεν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ με διαφορά πέντε εκατομυρίων ψήφων και κερδίζει και το κολλέγιο των εκλεκτόρων με ικανή διαφορά. Δεν υπήρξε, όμως, το «μπλε κύμα» που πολλοί προεξοφλούσαν. Η συντηρητική αμερικανική κοινωνία φαίνεται να έχρισε μεταβατικό πρόεδρο έναν βετεράνο συστημικό πολιτικό με την εντολή να κάνει αυτό που τον διέκρινε σε όλο τον πολιτικό του βίο. Να συνεργαστεί με την άλλη πλευρά, να βρεί κοινό τόπο, σε μια ακραία πολωμένη πολιτική σκηνή και μια βαθιά διχασμένη κοινωνία.

Ο Μπάιντεν είναι αντιμέτωπος με την κρίση της πανδημίας, την οικονομική κρίση, τις τεράστιες ανισότητες, και τις φυλετικές διακρίσεις.

Πριν από όλα αυτά, όμως, είναι αντιμέτωπος με μια συνταγματική κρίση. Ο απερχόμενος πρόεδρος αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του.

Ο Τραμπ, με το πρόσχημα μιας αναπόδεικτης νοθείας, αρνείται να αποδεχθεί την ετυμηγορία του αμερικανικού λαού. Η στάση του προϊδεάζει για συνταγματικό πραξικόπημα. Οι αγωγές του στα δικαστήρια πέφτουν η μια μετά την άλλη αλλά δημιουργούν εντυπώσεις και συσπειρώνουν τη βάση του. Πολλοί εικάζουν ότι θα ζητήσει από πολιτείες, στις οποίες οι ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία, να αλλοιώσουν την σύνθεση των εκλεκτόρων που θα στείλουν στο κολλέγιο των εκλεκτόρων προς όφελος του. Ο Τραμπ επιδιώκει να αλλοιώσει και τελικά να ανατρέψει ένα καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα.

Η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας της και την πιο κρίσιμη δοκιμασία για τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας της.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο στις 14/11/2020.

Στην κόψη της Ιστορίας

Στην κόψη της Ιστορίας

Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου διεξάγονται σε συνθήκες ενός ακήρυχτου πολέμου. Η Αμερική θρηνεί σχεδόν 250.000 νεκρούς. Περισσότερους από όσους θρήνησε αθροιστικά στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν, και τους δυο πολέμους στο Ιράκ.

Η Αμερική πληρώνει υψηλό τίμημα γιατί, σε μεγάλο βαθμό, ο Πρόεδρος της υποτίμησε, ολιγώρησε, και εν τέλει επέλεξε να αψηφήσει τον κίνδυνο της πανδημίας. Ο Τραμπ, παρά το γεγονός ότι προσβλήθηκε και ο ίδιος από τον ιό, βρίσκεται σε άρνηση. Αρνείται να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Εξακολουθεί να υποτιμά τον κίνδυνο, παραποιεί τα στοιχεία, δημιουργεί φρούδες ελπίδες. Αντιστρατεύεται τα πορίσματα και τις επιταγές της επιστήμης και επιμένει στο αφήγημα που έχει χτίσει στο φαντασιακό υποσυνείδητο των οπαδών του. Το αφήγημα της ισχυρής Αμερικής, της ισχυρής οικονομίας, του άτρωτου ηγέτη.

Το ηγετικό προφίλ του Τραμπ είναι χτισμένο στα καλούπια των τηλε-ευαγγελιστών, όπως ο Jerry Falwell η ο Jim και η Tammy Baker. Ο Τραμπ όπως και οι τηλε -ευαγγελιστές απευθύνεται στο θυμικό και απευθύνεται σε πιστούς όχι σε ορθολογικούς πολίτες. Ο τζακσονικός λαικισμός του, το πομπώδες decorum από τα reality shows, και η ανταλλακτική νοοτροπία του κτημασομεσίτη στοιχειοθετούν την πολιτική του αρματωσιά. Ο Τραμπ προσπαθεί να προσηλυτίσει πολίτες δυσαρεστημένους από το σύστημα, κοινωνικά στρώματα που άφησε πίσω η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση, και να τους μετατρέψει σε πιστούς. Έχει δημιουργήσει οπαδούς που πιστεύουν τα λεγόμενα του χωρίς βάσανο, χωρίς έρευνα, χωρίς αξιολόγηση. Κυβερνάει αναπαράγοντας την συνομωσιολογία, και τις δεισιδαιμονίες του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παράλληλα, υποδαυλίζει τις κοινωνικές αναταραχές και δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του. Η πόλωση και ο διχασμός είναι το πολιτικό του καύσιμο γιατί είναι η συγκολλητική ουσία της εκλογικής του βάσης.

Αυτή ήταν κατά βάση και η προεκλογική του τακτική. Δεν ξεδίπλωσε ούτε πρόγραμμα, ούτε όραμα για την επόμενη τετραετία. Δεν υπεραμύνθηκε πολιτικών. Δεν ανέλαβε καν την ευθύνη των χερισμών για την πανδημία.

Άρθρωσε μόνο δοξασίες. Το αφήγημα του είναι ότι η Αμερική είναι ισχυρότερη από ποτέ, έχει την ισχυρότερη οικονομία, ξεπερνάει την πανδημία, και ο ίδιος είναι ο καλύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ από τον Λίνκολν και μετά. Η νομιμοποίηση της εξουσίας του δεν στηρίζεται σε βεμπεριανά ορθολογικά κριτήρια αλλά στην δημοφιλία της καλτ πολιτικής του περσόνας σε ένα κομμάτι της κοινωνίας.

Η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, που βασίστηκε και προήγαγε τον ορθολογισμό, την καινοτομία, και τις επιστήμες έχει ίσως την πλέον σκοταδιστική ηγεσία της ιστορίας της.

Η πολιτική λογική λέει ότι ο Τραμπ θα ηττηθεί στις εκλογές. Θα ηττηθεί πρωτίστως για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία και δευτερευόντως από τον Μπάιντεν. Ο αντισυστημικός του λόγος δεν πείθει το ίδιο μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, οι φυλετικές διακρίσεις και το ακραία πολωτικό και διχαστικό κλίμα έχουν δημιουργήσει κόπωση στην αμερικανική κοινωνία.

Το ανησυχητικό είναι ότι ο Τραμπ, για πρώτη φορά στην ιστορία της Αμερικής, προεξοφλεί νοθεία στις εκλογές και αφήνει να αιωρείται ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών αν χάσει. Χτίζει προσεκτικά μια νομιμοποιητική βάση αμφισβήτησης του αποτελέσματος. Εάν η ήττα του είναι σαρωτική δεν θα έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Εάν όμως είναι οριακή τότε είναι πολύ πιθανόν η Αμερική να αντιμετωπίσει συνταγματική κρίση.

Σε κάθε περίπτωση ο Τραμπ είναι το σύμπτωμα και ο επιταχυντής μια βαθιάς και δομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Αμερική. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση εκτόξευσαν τις ανισότητες και θάμπωσαν το αμερικανικό όνειρο. Οι οικονομικές ανισότητες, οι φυλετικές διακρίσεις, η εργαλειοποίηση των ταυτοτικών πολιτικών έχουν ρηγματώσει την συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας. Το κύρος των ΗΠΑ στο εξωτερικό έχει πληγεί.

Θα χρειαστεί πολύ περισσότερο από μια αλλαγή στο Λευκό Οίκο για να αντιμετωπιστούν τα αίτια της πολύπλευρης κρίσης. Εάν οι εκλογές φέρουν ένα “μπλε κύμα”, δηλαδή τον έλεγχο του Λευκού Οίκου αλλά και του Κογκρέσσου από τους Δημοκρατικούς, τα πράγματα θα είναι ευκολότερα. Ακόμη, όμως, και στο ιδανικό σενάριο για τους Δημοκρατικούς, ο 77χρονος Μπάιντεν θα έχει να ανέβει ένα βουνό για να επουλώσει τις πληγές της Αμερικής και να την οδηγήσει στην ανάκαμψη.

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα

H προβολή ηγεμονικής και επεκτατικής πολιτικής από την Τουρκία προκαλεί ευρύτερη αστάθεια και αναβιώνει το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα.
Στον 19ο αιώνα το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής. Η επικείμενη κατάρρευση και ο διαμελισμός της απασχολούσαν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε από μια σειρά πολέμους και συνθήκες. Με την συνθήκη της Λωζάνης συντελέστηκε η γενέθλια πράξη του διάδοχου τουρκικού κράτους.

Μετά την καταστροφή του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου ήρθε και η παρακμή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Στο νέο διπολικό κόσμο του ψυχρού πολέμου που ανέτειλε, Δύση και Τουρκία είχαν συγκλίνοντα συμφέροντα αντιμετωπίζοντας την κοινή απειλή του σοβιετικού κομμουνισμού. Το κεμαλικό κράτος ακολούθησε δυτικόστροφη πορεία επιδιώκοντας την εγγύηση ασφάλειας της ατλαντικής συμμαχίας. Η Αμερική, είδε την Τουρκία, ειδικά μετά την πτώση του Σάχη στο Ιράν, ως κρίσιμη σύμμαχο σε μια σημαντική γεωπολιτικά περιοχή.

Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, την ευφορία του τέλους της ιστορίας, και την προσπάθεια επέκτασης της δυτικής φιλελεύθερης τάξης σε πλανητικό πρόταγμα, η Τουρκία εξελίχθηκε σε κράτος-κλειδί για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η Τουρκία ήταν, πλέον, ένας “γεωοπολιτικός μεντεσές” που συνέδεε την περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας και τις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές χώρες, με την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Το αφήγημα που έπλασε η Δύση για την Τουρκία περιέγραφε μια κοσμική δημοκρατία, χώρα πρότυπο για την ισλαμική Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η προώθηση του αφηγήματος αυτού έγινε επιτακτική για τις ΗΠΑ. Με αυτή την λογική, προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν την Τουρκία στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Να εντάξουν, δηλαδή, την Τουρκία πέραν του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.

Την αρχιτεκτονική αυτή ακολούθησαν απρόθυμα οι Ευρωπαίοι και, αρχικά, και η Τουρκία. Με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι οι δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, δηλαδή η Ευρώπη αλλά και η Τουρκία, δεν επιθυμούσαν την ένταξη. Είχαν, για διαφορετικούς λόγους, μια εργαλειακή αντίληψη για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας που θα κατέληγε, ενδεχομένως, σε μια ειδική σχέση.

Το δυτικό αφήγημα για την Τουρκία έχει, πλέον, καταρρεύσει. Τόσο λόγω των αλλαγών στο διεθνές σύστημα, όσο και λόγω των εσωτερικών αλλαγών στην Τουρκία. Οι πλανητικές αλλαγές δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία διέγνωσε ευκαιρίες. Η απαλλαγή από την Σοβιετική απειλή έφερε τάσεις απαγκίστρωσης της Τουρκίας από τους περιορισμούς της δυτικής ορθοδοξίας. Και η σταδιακή μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό σύστημα μεγάλων δυνάμεων, μαζί με την μερική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αποχαλίνωσαν την Τουρκία.
Παράλληλα, οι εσωτερικές εξελίξεις και ο κοινωνικός μετασχηματισμός που έφερε ο Ερντογάν άνοιξαν στην Τουρκία άλλους ορίζοντες. Η Ερντογανική Τουρκία, με την πάροδο του χρόνου, άλλαξε ταυτότητα και πολιτική. Από κοσμικό δυτικόστροφο κεμαλικό κράτος, απέκτησε ισλαμική ταυτότητα και νεοοθωμανικές βλέψεις μεγάλης δύναμης.

Η νέα Τουρκία θέλει να σπάσει και τα τελευταία δεσμά του κεμαλισμού. Τις συνθήκες που περιορίζουν την επιρροή της και την επικράτεια της. Η Τουρκία προβάλει ηγεμονικές επιδιώξεις και εγείρει αξιώσεις στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή.

Οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσταθεροποιούν την περιοχή και αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα.

Απέναντι σε αυτήν την Τουρκία η Δύση συμπεριφέρεται αμήχανα. Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη για την αναξιοπιστία της Τουρκίας, την απομάκρυνση και την απόκλιση των συμφερόντων της, πλέον, με την Δύση. Δεν υπάρχει, όμως, αξιόπιστη και συνολική εναλλακτική στρατηγική. Είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η λογική είναι να μην χαθεί πλήρως και οριστικά η Τουρκία για την Δύση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στο ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Το βαθύ κατεστημένο της Αμερικής διεύρυνε την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία στη χώρα μας.

Η Ελλάδα, σε αυτό το περιβάλλον, μέχρι στιγμής, κινήθηκε με επιτυχία. Προέβη σε αξιόπιστη προβολή αποτρεπτικής ισχύος, ενίσχυσε τις διμερείς και τριμερείς συμμαχίες, λειτούργησε μέσα στους διεθνείς θεσμούς.

Η πρόκληση για την ελληνική διπλωματία, πλέον, είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους για την φύση του τουρκικού προβλήματος. Για την επανεμφάνιση δηλαδή του ανατολικού ζητήματος. Να πείσει την Δύση ότι η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων δεν αφορά μόνον την Ελλάδα αλλά, κυρίως, την Δύση και τα συμφέροντα της. Και ότι η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στην πυροσβεστική παραίνεση της αποκλιμάκωσης της έντασης και της έναρξης διαλόγου. Πρώτον, γιατί διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει πάνω σε παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Και δεύτερον, γιατί η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στον κατευνασμό της Τουρκίας μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Τα ζητήματα πλέον υπερβαίνουν την αντιπαράθεση Ελλάδας Τουρκίας. Η μεγάλη πρόκληση της Ελληνικής διπλωματίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι ο στρουθοκαμηλισμός δεν πρόκειται να λύσει το νέο ανατολικό ζήτημα. Απαιτείται αλλαγή στρατηγικής απέναντι στη Τουρκία.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” στις 20-09-2020.

Αμερικανική τραγωδία

Αμερικανική τραγωδία

Η Αμερική διανύει μια προεκλογική περίοδο χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Δύο μήνες πριν από τις εκλογές η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας τριπλής κρίσης. Η πανδημική κρίση παραμένει εκτός ελέγχου, η ανεργία, ως συνέπεια της πανδημίας, βρίσκεται στο 8,4%, και οι κοινωνικές αναταραχές από τις φυλετικές διακρίσεις δεν έχουν κοπάσει. Η διαχείριση της πανδημίας από τον Τραμπ ήταν καταστροφική. Εδειξε ολιγωρία, ανεπάρκεια, έλλειψη συντονισμού με τις πολιτείες, επιρρίπτοντας συνεχώς τις ευθύνες σε τρίτους, και απαξιώνοντας την επιστημονική γνώση.

Παράλληλα, η αστυνομική βία εις βάρος των Αφροαμερικανών ξανάφερε στην επιφάνεια το συστημικό πρόβλημα του ρατσισμού στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ κατηγορείται ότι με έναν υπόρρητο ρατσισμό υποδαυλίζει τις κοινωνικές αναταραχές για να απευθυνθεί, στη συνέχεια, στους λευκούς ψηφοφόρους του με το πρόταγμα νόμου και τάξης.

Αυτή η τριπλή κρίση έρχεται σε μια συγκυρία που το πολιτικό και το κοινωνικό περιβάλλον ήταν ήδη βεβαρημένο στις ΗΠΑ. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές από την εποχή του Ρίγκαν και μετά ανέτρεψαν το κοινωνικό συμβόλαιο των πολιτικών του New Deal του Ρούσβελτ. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση εκτόξευσαν τις ανισότητες και θάμπωσαν το αμερικανικό όνειρο.

Ο Τραμπ αναρριχήθηκε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος τις ανισότητες, το αντισυστημικό ρεύμα, και τις διαιρέσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Εκτοτε, κάνει ό,τι μπορεί για να τα υποδαυλίζει. Ο αντισυστημικός του λόγος, η προστατευτική οικονομική πολιτική, η σκληρή στάση του στο Μεταναστευτικό, οι εμπορικές αψιμαχίες με την Κίνα και την Ευρώπη, θυσίασαν πλεονεκτήματα της Αμερικής στον βωμό της ψηφοθηρίας στα εργατικά και αγροτικά στρώματα. Πολιτεύεται με διχαστική και πολωτική ρητορική, εργαλειοποιεί ταυτοτικές πολιτικές, και παραποιεί συστηματικά την αλήθεια.

Η υπερδύναμη που βασίστηκε στον ορθολογισμό, τις επιστήμες, και την καινοτομία, κυβερνιέται από έναν πρόεδρο που αναπαράγει τη συνωμοσιολογία και τις δεισιδαιμονίες του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Παραμονές των εκλογών ο Τραμπ φαίνεται να ανασύρει από την πολιτική εργαλειοθήκη ό,τι θεμιτό ή αθέμιτο μέσο υπάρχει για να παραμείνει στην εξουσία. Προσπαθεί να ακυρώσει την επιστολική ψήφο, καλεί τους οπαδούς του να ψηφίσουν δύο φορές, και αφήνει να αιωρείται ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών αν χάσει. Η κοπτοραπτική στην εκλογική γεωγραφία (gerrymandering) και η προφανής προσπάθεια του Τραμπ να καταπιέσει την ψήφο με κάθε τρόπο καθιστούν κάθε πρόβλεψη επισφαλή.

Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν, πλέον, ότι πάμε σε εκλογές χωρίς αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι θα υπάρξει αμφισβήτηση του αποτελέσματος που θα οδηγήσει σε χρονοβόρες επανακαταμετρήσεις και νομικές διαδικασίες. Τα σενάρια που ακούγονται και γράφονται ξεπερνούν κάθε φαντασία. Από την απλή αμφισβήτηση του αποτελέσματος, όπως έγινε το 2000 από τον Μπους ενάντια στον Γκορ, έως τη μονομερή αυτοανακήρυξη του προέδρου Τραμπ σε νικητή των εκλογών ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, θα δοκιμαστούν τα θεσμικά αντίβαρα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Στην περίπτωση που οι εκλογές θα διεξαχθούν ομαλά, και υπάρξει αλλαγή στον Λευκό Οίκο, η επιστροφή στην κανονικότητα δεν θα είναι μια αυτόματη διαδικασία. Αν η πολιτική έχει μια παιδαγωγική πτυχή η προεδρία Τραμπ διέφθειρε το δημοκρατικό ήθος και τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Social unrest in America highlights the challenges it faces

Social unrest in America highlights the challenges it faces

George Floyd’s killing brought back the demons of racial discrimination and injustice in America. Demons that even Barack Obama, the first African American to hold the highest office in the land, was not able to exorcise, writes Constantine Arvanitopoulos.

The image and symbolism of an African American man asphyxiated by the knee of a white policeman on his neck, while he lay handcuffed and harmless on the street, was bound to ignite a fire. The inflammatory rhetoric of President Trump, the “divider-in-chief”, added fuel to the fire. President Trump’s heavy-handed law and order approach and his orchestrated photo-op, with Bible in hand in front of the church across Lafayette park, revealed his priorities: stirring up his base in view of the November election, rather than uniting the country.

It is not the first time that incidents of racial injustice and inequality have sparked protests in America. Repeated acts of physical and psychological brutality against African Americans over the years have revealed the depth of the structural racism that persists in America today. The magnitude and spontaneity of the current outburst, with its mostly peaceful and very inclusive demonstrations, is indicative of generational exhaustion with this systemic injustice. The breadth of social unrest is only reminiscent of 1968.

In 1968, the protests began as an expression of anger against the killing of Martin Luther King Jr. and the oppression of African Americans. They encompassed the lack of economic and educational opportunities and opposition to the Vietnam war. Today, demonstrations take place against the backdrop of widened inequalities.

This tale of two cities, the hard truth that not everyone is sharing the splendour and the glory of the “shining city on a hill”, has become a stain on the canvas of American politics. Neoliberal economic policies, along with globalisation and the technological revolution, have widened inequalities. African Americans and other non-privileged social groups have been disproportionally affected by the pandemic and the ensuing unemployment of 40 million Americans. To top it all off, the triple crisis of the pandemic, the recession, and racial injustice have revealed a divided society and a polarised political system.

These divisions are deepened by a President that is constantly looking to erect walls rather than trying to unite the country. President Trump haserected walls everywhere from Mexico to the White House. Even the People’s House has now become walled off from the people.

The situation in the US could not have gone unnoticed by the rest of the world. JFK used to say that a country is as strong abroad as it is at home. Trump’s response to the triple crisis has raised doubts about America’s competence, diminishing the superpower’s standing in the world.

America’s failure to lead in this global pandemic crisis has created a power vacuum exploited mainly by China. China initially responded to the crisis through cover-up and denial. It then managed to contain the virus through Draconian policy measures. Now, it is exploiting the absence of American leadership by engaging in a public relations campaign in Europe and elsewhere. It not only sent medical equipment but has now committed to sharing the vaccine against the virus as an international public good.

The pandemic crisis has revealed the deep scars in transatlantic relations. Both sides of the Atlantic turned inward to face all aspects of the crisis, from medical shortages, to travel bans, to the vaccine. At the same time, the crisis was a stark reminder of the fact that global challenges, such as a pandemic or climate change, require cooperative responses. Transatlantic solidarity in the face of such challenges is a one-way street. It will need to wait for the next tenant of the White House.

Racial injustice has also previously had an impact on America’s image abroad. As Secretary of State, Dean Rusk said in 1963, «I am speaking of the problem of discrimination…Our voice is mute, our friends are embarrassed, our enemies are gleeful». The recent incidents have undermined the moral voice of a pluralistic and democratic America, a champion of human rights and tolerance. Trump’s crude nativism and rhetoric of dominance in the streets of America have sparked demonstrations in Europe and elsewhere.

The image of a weakened America, distracted and introverted, is bound to whet the appetite of revisionist authoritarian powers. From Iran, to China, to Russia, to Turkey, all the world’s autocrats have exploited the militarised over-reaction of the Trump administration and the absence of American leadership.

America has shown remarkable powers of resilience and renewal in its history. It has proved capable of adaptation and change. It came out of the Great Depression with a reinvigorated democracy and economy and emerged victorious in WWII to construct a lasting peaceful international liberal order. This time around, however, will take much more than an election. Trump’s successor will face a Herculean task in restoring America at home and abroad.

Νομοσχέδιο υπουργείου Παιδείας: μια διδακτική ιστορία

Νομοσχέδιο υπουργείου Παιδείας: μια διδακτική ιστορία

Το 1982 το ΠΑΣΟΚ κατάργησε την αξιολόγηση και τα πρότυπα σχολεία. Μετά από τρεις δεκαετίες, αφού η χώρα πλήρωσε ακριβά το κόστος του λαϊκισμού, το ΠΑΣΟΚ έκανε πλήρη αναστροφή στα θέματα αυτά.

Ο κ. Τσίπρας, στη συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, έδειξε ότι δεν διδάσκεται από την ιστορία. Επέμεινε στο λαϊκισμό και την ισοπέδωση που χαρακτήρισαν την κυβερνητική του πολιτική στην Παιδεία. Τότε που ξήλωσε με τυφλή μανία το σύνολο των εκπαιδευτικών αλλαγών που είχε νομοθετήσει και εφαρμόσει η προηγούμενη κυβέρνηση.

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, με υπουργό Παιδείας τον γράφοντα, είχε κάνει μια ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μετά από μακροχρόνιο εθνικό διάλογο. Με τον νόμο 4186/2013 ξαναδώσαμε στο Λύκειο την παιδευτική του αυτονομία. Αναμορφώσαμε το ωρολόγιο πρόγραμμα. Στρέψαμε τη μαθησιακή διαδικασία από την παπαγαλία στην έρευνα δίνοντας έμφαση στην ερευνητική μεθοδολογία (το μάθημα του πρότζεκτ).

Καθιερώσαμε την Τράπεζα Θεμάτων, καθώς και τον υπολογισμό των βαθμών των τάξεων του λυκείου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Καθιερώσαμε τη βάση του 10 στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά για την προαγωγή των μαθητών στο Λύκειο. Αυξήσαμε τις ώρες διδασκαλίας για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα από 14 σε 20 ώρες εβδομαδιαίως για τη μείωση της παραπαιδείας. Επαναφέραμε και ενισχύσαμε τον θεσμό των προτύπων πειραματικών σχολείων, με εξετάσεις αντί κλήρωσης. Θεσμοθετήσαμε τη διαδικασία αξιολόγησης των καθηγητών και δασκάλων (Ν. 4142/2013 & Π.Δ. 152/2013). Ακολούθως, αξιολογήσαμε με απόλυτα διαφανείς διαδικασίες και κριτήρια 1.200 στελέχη της εκπαίδευσης, και ξεκινήσαμε την αξιολόγηση των Διευθυντών Σχολείων. Για την αδιάβλητη διαδικασία της αξιολόγησης θεσμοθετήσαμε την Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Όλα αυτά τα ξήλωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη Βουλή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επανέφερε, μαζί με άλλες σημαντικές ρυθμίσεις, τα κυριότερα στοιχεία αυτής της μεταρρύθμισης.

Οι θέσεις που διατύπωσε ο κ. Τσίπρας στη Βουλή είναι βαθιά αναχρονιστικές. Είναι, επίσης, αναντίστοιχες με τις ανάγκες των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων που θέλει να εκφράσει. Επέκρινε τα πρότυπα σχολεία ως ελιτίστικα. Δεν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για «αταξικά σχολεία» που βελτιώνουν την κοινωνική κινητικότητα και λειτουργούν ως φάρος ποιότητας για όλη τη δημόσια εκπαίδευση.

Δεν αντιλαμβάνεται ότι πολιτικές όπως η τράπεζα θεμάτων επαναφέρουν τη γνωσιακή διαδικασία στην τάξη, μειώνοντας την παραπαιδεία.

Ο κ. Τσίπρας μίλησε για επιθεωρητισμό για να φορτίσει πολιτικά και να ακυρώσει την αξία της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση, όμως, είναι απαραίτητη διαδικασία για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού συστήματος. Εκπαίδευση χωρίς αξιολόγηση είναι το εκκολαπτήριο μιας απομονωμένης, επαρχιώτικης, μη ανταγωνιστικής κοινωνίας. Οδηγεί σε ένα γαλατικό χωριό. Στον σύγχρονο κόσμο, η αξιολόγηση είναι μια συνεχής και επαναλαμβανόμενη διαδικασία για όλους.

Οι πολίτες αξιολόγησαν αρνητικά τον κ. Τσίπρα στις τελευταίες εκλογές. Ένας από τους κύριους λόγους ήταν η πολιτική του στο χώρο της παιδείας. Ας το ξανασκεφτεί.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

What is Next? The Future of Transatlantic Relations after the Pandemic

What is Next? The Future of Transatlantic Relations after the Pandemic

Ομιλία σε εκδήλωση του Wilfried Martens Centre of European Studies για το μέλλον των Ευρωατλαντικών Σχέσεων μέτα την πανδημία του Covid-19.

Since the end of the Second World War, every US administration has promoted European recovery, transatlantic cooperation, and joint defence. Common interests, together with common principles and values, constituted the bedrock of the post-war partnership between Europe and the US. NATO became an alliance of both interests and values.

Today, however, the transatlantic partnership is facing a new set of challenges. Of these, two are of particular importance: one external, the other internal. The external challenge concerns the rise of two great revisionist powers, Russia and China, as well as Islamic terrorism. The internal challenge is the declining willingness of the US to defend the international order it has created and the fracturing of the core of this system. These global shifts are forcing the Atlantic partnership to re-examine its common interests, its common values, its capabilities, and its strategic objectives.

This event aimed to discuss EU-US relations during the Trump administration and how this alliance will evolve after the pandemic. Moreover, how the triangle US-EU-China affects the balance of the international system and how the Western World can defend its values and interests, vis-à-vis emerging political and economic powers.

Ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος συζητεί τους Alexander Stubb, Διευθυντή και Καθηγητή στο School of Transnational Governance, EUI και πρώην Πρωθυπουργό της Φινλανδίας, και Ian O. Lesser, Αντιπρόεδρο του German Marshall Fund και Εκτελεστικό Διευθυντή του GMF στις Βρυξέλλες.

Παρακολουθήστε εδώ το βίντεο της συζήτησης: