Αλλαγή ισορροπιών στη Μέση Ανατολή

Αλλαγή ισορροπιών στη Μέση Ανατολή

Η απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία δεν υπακούει σε καμία διεθνοπολιτική λογική. Αντίκειται στα συμφέροντα των ΗΠΑ και δυναμιτίζει τις ισορροπίες στην περιοχή. Η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων αφήνει την περιοχή στο έλεος της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας. Εγκαταλείπει τους Κούρδους της Συρίας που σήκωσαν όλο το βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον του ISIS. Επιβαρύνει την ασφάλεια του Ισραήλ αφήνοντας χώρο ανάπτυξης εχθρικών ιρανικών δυνάμεων. Δίνει την ευκαιρία στον ISIS να ανασυνταχθεί. Επιβραβεύει την Τουρκία που, με κάθε τρόπο, δείχνει εδώ και καιρό την απομάκρυνσή της από τη Δύση, την περιφρόνησή της προς τις ΗΠΑ και την προσέγγισή της με τη Ρωσία. Στέλνει ένα μήνυμα αναδίπλωσης των ΗΠΑ που αποθαρρύνει φίλους και συμμάχους και αποθρασύνει αναθεωρητικές χώρες.

Ο Τραμπ πήρε την απόφαση αυτή υπό τη σκιά της έρευνας του Κογκρέσου για κατάχρηση εξουσίας και το ενδεχόμενο της καθαίρεσης να πλανάται πάνω από την Προεδρία του. Με το πρόσχημα της εκπλήρωσης της προεκλογικής του υπόσχεσης για επαναπατρισμό των Αμερικανών στρατιωτών απευθύνεται στο θυμικό των εκλογέων του βλάπτοντας όμως, μακροπρόθεσμα, τα αμερικανικά συμφέροντα. Προσπαθεί να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του για να εγκλωβίσει τους αντιπροσώπους τους, ρεπουμπλικανούς Γερουσιαστές, που τους έχει ανάγκη εάν η υπόθεση καθαίρεσης φτάσει στη Γερουσία.

Από την άλλη πλευρά, ο τακτικιστής Ερντογάν βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα, μέσα σε ένα λαβύρινθο αντιφατικών αποφάσεων. Αλλάζει συμμαχίες, δημιουργεί εξωτερικούς εχθρούς, αναμετριέται με το φάντασμα του Κεμάλ, αλλά πάντοτε με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό και με γνώμονα την πολιτική του επιβίωση. Στο συριακό έχει κατά καιρούς συμμαχήσει με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Από τον ISIS, τον Άσαντ, μέχρι και τους Κούρδους.

Τώρα άδραξε την ευκαιρία που του προσέφερε ο Τραμπ για να διευρύνει τη ζώνη ασφαλείας που είχε ήδη δημιουργήσει στη βορειοδυτική Συρία. Ο στόχος του είναι να παγιώσει μια ζώνη τουρκικού ελέγχου, κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, για να μεταφέρει δύο με τρία εκατομμύρια από τα 3,6 προσφύγων που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος. Η μόνιμη μετεγκατάσταση των προσφύγων κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία θα αλλοιώσει την εθνοτική σύνθεση της περιοχής εις βάρος των Κούρδων. Και θα δημιουργήσει εντάσεις στις σχέσεις Κούρδων-Αράβων προς όφελος της Τουρκίας.

Η Ρωσία και το Ιράν είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι από τις εξελίξεις. Η Ρωσία εκμεταλλεύεται το ανέλπιστο δώρο της αμερικανικής αποχώρησης για να σημάνει την πλήρη επιστροφή της στη Μέση Ανατολή. Αφού διέσωσε τον Άσαντ χρησιμοποιεί τώρα την Τουρκική επίθεση για να φέρει τους Κούρδους κοντύτερα στο καθεστώς του Άσαντ. Το χειρότερο είναι ότι η αμερικανική αποχώρηση δημιουργεί εκ των πραγμάτων συνθήκες για περαιτέρω προσέγγιση της Ρωσίας με την Τουρκία και το Ιράν. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδιάταξη των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή εις βάρος των δυτικών συμφερόντων.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” – στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Εθνικές εκλογές 2019: Νέος πολιτικός κύκλος

Εθνικές εκλογές 2019: Νέος πολιτικός κύκλος

Ο εκδημοκρατισμός και η οικονομική ανάπτυξη ήταν τα προτάγματα της μεταπολίτευσης για τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Η είσοδος στην Ευρώπη επρόκειτο να λειτουργήσει ως πρόκληση και εφαλτήριο εκσυγχρονισμού.

Η χώρα πέτυχε πολλά αλλά πολλές στρεβλώσεις παρέμειναν. Τα πελατειακά δίκτυα αντί να διαλυθούν ισχυροποιήθηκαν, η δημόσια διοίκηση παρέμεινε κομματοκρατούμενη και αναποτελεσματική. Ο παραγωγικός ιστός της χώρας δεν εκσυγχρονίστηκε, ενώ αναπτύχθηκε ένας ατομικιστικός υλισμός και μια ευημερία με δανεικά. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα ήταν αναπόφευκτη και το τίμημα για την κοινωνία βαρύ. Η εποχή των μνημονίων ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και των διαρθρωτικών αδυναμιών της χώρας.

Το πολιτικό σύστημα μπήκε σε περιδίνηση. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και της οπισθοδρόμησης ήρθαν στην εξουσία. Τα άκρα και το περιθώριο μπήκαν στο Κοινοβούλιο. Η Νέα Δημοκρατία συμπιέστηκε, παλινδρόμησε κάποιες στιγμές, αλλά τελικά άντεξε. Το κόμμα όμως που υπέστη, τελικά, στρατηγική και καθολική ήττα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Η κοινωνία, σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις καταδίκασε το άλλοτε κραταιό κόμμα της μεταπολίτευσης σε πολιτική απίσχναση. Αποδίδοντάς του το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για την κρίση.

Την εβδόμη Ιουλίου άνοιξε ένας νέος πολιτικός κύκλος. Η χώρα μετά από δέκα χρόνια έχει πάλι αυτοδύναμη κυβέρνηση και έναν νέο δικομματισμό. Τα κομματικά παράγωγα της κρίσης εξαφανίστηκαν, αν και η πολιτική εκκεντρικότητα βρήκε δυο νέους εκφραστές στο Κοινοβούλιο. Στον νέο αυτό πολιτικό κύκλο, η Νέα Δημοκρατία θα είναι ο κυρίαρχος πόλος του πολιτικού συστήματος. Επικράτησε στις Ευρωεκλογές, ελέγχει τις 12 από τις 13 Διοικητικές περιφέρειες, πάνω από 200 δήμους, και έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν ξέρω αν ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη στρατηγική ήττα, το σίγουρο είναι ότι η Νέα Δημοκρατία έχει καταγάγει συντριπτική νίκη. Η Νέα Δημοκρατία επιβίωσε γιατί παραδοσιακά εξέφρασε τα δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, τον μεσαίο χώρο, τους νοικοκυραίους που έλεγε ο Αβέρωφ. Δεν προσέβαλε τον αξιακό συντηρητισμό τους, αλλά δεν τον εργαλειοποίησε για ψηφοθηρικούς λόγους. Παρέμεινε κόμμα πατριωτικό αλλά όχι εθνικιστικό, λαϊκό όχι λαϊκίστικο, και φιλελεύθερο αλλά κοινωνικά φιλελεύθερο. Παρέμεινε αταλάντευτα προσηλωμένο στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και στο μεταρρυθμιστικό πρόταγμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διατήρησε σχετικά υψηλά ποσοστά στις εθνικές εκλογές αλλά ηττήθηκε κατά κράτος σε τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές διαδικασίες. Απέτυχε οικτρά στις αυτοδιοικητικές εκλογές, και στις εθνικές εκλογές έχασε σε όλες σχεδόν τις ηλικίες και τις κοινωνικο-επαγγελματικές τάξεις. Η σύνθεση της νέας κοινοβουλευτικής του ομάδας είναι ετερόκλητη, η πολιτική του ταυτότητα συγκεχυμένη. Η μετεξέλιξή του σε κεντροαριστερό κόμμα δεν θα είναι εύκολη. Θα υπάρχει πάντοτε η πίεση οπισθοδρόμησης σε μεθόδους κόμματος διαμαρτυρίας καθώς ένα κομμάτι της εκλογικής του βάσης εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την πολιτική με όρους μπαχαλάκηδων. Καθώς η μάχη των συνιστωσών δεν θα είναι εύκολη, ο Τσίπρας θα έχει να ανέβει ένα βουνό για να μετατρέψει το ΣΥΡΙΖΑ σε κανονικό κόμμα.

Η νίκη της ΝΔ μπορεί να αποκτήσει χαρακτηριστικά πολιτικής ηγεμονίας, αν κατορθώσει να προχωρήσει στη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα. Τότε η χώρα θα έχει βγει οριστικά από την κρίση και θα έχει εισέλθει σε μια νέα μεταπολίτευση.

εφημερίδα: “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη: “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Πρότυπα σχολεία: κραυγή αγωνίας

Πρότυπα σχολεία: κραυγή αγωνίας

Μέσα στο βουητό της προεκλογικής περιόδου μια είδηση πέρασε στα ψιλά. Μια 18χρονη μαθήτρια που μόλις αποφοίτησε από Πειραματικό Σχολείο έστειλε ανοιχτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό για τη διάλυση των δημόσιων προτύπων σχολείων και τη δαιμονοποίηση της αριστείας.

Το 2013, αναφέρει στην επιστολή της η μαθήτρια, «τελείωνα την Έκτη Δημοτικού, όταν έμαθα ότι δημιουργούνται Πρότυπα Σχολεία, όπου οι μαθητές θα μπαίνουν με εξετάσεις. Η οικογένεια μου, που πάντα ενδιαφερόταν να λάβουμε κι εγώ κι ο αδελφός μου την καλύτερη δυνατή παιδεία, αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν δίδακτρα για ιδιωτικό σχολείο, με ρώτησαν αν ήθελα να πάρω μέρος στις εξετάσεις και απάντησα θετικά…..Πέρασα κι έτσι ήμουν στην πρώτη φουρνιά των μαθητών που ξεκίνησαν το 2013-14 στην Α Γυμνασίου να φοιτούν στα πρότυπα.»

Στη συνέχεια ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ, και το όνειρο της μαθήτριας μετατράπηκε σε εφιάλτη.

«Μέχρι που το 2015 άκουσα τον υπουργό Παιδείας της κυβέρνησης σας» συνεχίζει η μαθήτρια, «να λέει ότι η αριστεία είναι ρετσινιά και ότι γι’ αυτό θα καταργούσατε τα Πρότυπα, επειδή τα θεωρούσατε προνομιακά σχολεία και, όπως έλεγε ο υπουργός σας, θέλατε ίσες ευκαιρίες για όλους τους μαθητές….Τι βίωσα έκτοτε; Τη βαθιά παρακμή του σχολείου μου, που κάθε χρόνο γινόταν όλο και πιο έντονη.»

Ως υπουργός έδωσα ιδιαίτερη βαρύτητα στην εδραίωση του θεσμού των ΠΠΣ. Ο θεσμός των Πρότυπων Πειραματικών επανήλθε το 2011. Η εισαγωγή όμως παρέμενε με κλήρωση, καταργώντας έτσι στην πράξη τον χαρακτήρα του Προτύπου Σχολείου. Αναβαθμίσαμε τη λειτουργία τους (Ν 4072/2012 και Ν 4186/2013), και από το σχολικό έτος 2012-2013 εφαρμόσαμε την εισαγωγή των μαθητών στην Α’ τάξη Γυμνασίου και Α’ Λυκείου των ΠΠΣ με εξετάσεις. Την επόμενη χρονιά οι αιτήσεις διπλασιάστηκαν, επιβεβαιώνοντας την ορθότητα της επιλογής.

Οι αιτήσεις των εκπαιδευτικών για την πλήρωση θέσεων στα ΠΠΣ ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Διαψεύστηκαν έτσι οι Κασσάνδρες που προεξοφλούσαν ότι λόγω της προαπαιτούμενης αξιολόγησης και των αυξημένων απαιτήσεων οι εκπαιδευτικοί θα γυρνούσαν την πλάτη τους στον θεσμό.

Τον Απρίλιο του 2014 παρουσιάσαμε τον σχεδιασμό για τα ΠΠΣ της Ελλάδας του 2020. Επεκτείνοντας τον θεσμό και στην επαγγελματική εκπαίδευση και σχεδιάζοντας πλήρεις κάθετες δομές (νηπιαγωγείο – δημοτικό – γυμνάσιο – λύκειο) και στις 13 περιφέρειες της χώρας. Με στόχο να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο δίκτυο αριστείας σε όλη τη χώρα προσβάσιμο από όλα τα Ελληνόπουλα.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άρχισε το ξήλωμα στην Παιδεία από τα σχολεία της αριστείας, τα κατεξοχήν «αταξικά» σχολεία. Στη σύγκρουση για τα ΠΠΣ συγκρούονται ουσιαστικά δύο νοοτροπίες. Η μία νοοτροπία οδηγεί στην Ελλάδα που δημιουργεί. Που δεν φοβάται την αξιολόγηση, την άμιλλα, την αριστεία. Μια Ελλάδα δυνατή και εξωστρεφή. Η άλλη νοοτροπία είναι αυτή που θεωρεί την αριστεία ρετσινιά. Που θέλει μια Ελλάδα χτισμένη πάνω στη νοοτροπία της ισοπέδωσης, της ήσσονος προσπάθειας. Μια νοοτροπία που επικράτησε από τη δεκαετία του ’80 και οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Όχι τόσο στην οικονομική όσο στην ηθική και αξιακή χρεοκοπία. Η δέσμευση της ΝΔ για την ενίσχυση και επέκταση του θεσμού των προτύπων και πειραματικών σχολείων δίνει ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα κατορθώσουμε να ξεριζώσουμε οριστικά αυτή τη νοοτροπία.

εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Σκαληνό τρίγωνο

Σκαληνό τρίγωνο

Η κρίση στις σχέσεις Αμερικής και Τουρκίας με αφορμή τους S-400 είναι ένα ακόμη επεισόδιο που δείχνει την προοδευτική απόκλιση συμφερόντων των δύο χωρών στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Από τον πόλεμο του Ιράκ, την αραβική άνοιξη, το Συριακό και τις σχέσεις με το Ισραήλ, η Τουρκία διαφοροποιείται πλέον από τις βασικές επιλογές της αμερικανικής στρατηγικής στην ευρύτερη περιοχή. Στον αντίποδα αυτής της σταδιακής αποσύνδεσης από τη Δύση, η Τουρκία έχει αναπτύξει μια πολυεπίπεδη σχέση με τη Ρωσία που εξελίσσεται σε στρατηγική συνεργασία.

Οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας πέρασαν πολλά στάδια για να φτάσουν, από την ιστορική εχθρότητα της ψυχροπολεμικής εποχής, στη σημερινή στρατηγική συνεργασία.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο η Τουρκία αναζήτησε ζωτικό χώρο στις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Ο αρχικός ανταγωνισμός με τη Ρωσία στην περιοχή εξελίχθηκε σε συγκατοίκηση και συνεργασία στα πεδία της ενέργειας, του εμπορίου και του τουρισμού.

Στη Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στο Ιράκ και η κοινή αντίθεση στην αμερικανική πολιτική έφερε περαιτέρω σύγκλιση των δύο χωρών.

Η ομιλία Πούτιν το 2007 στη διάσκεψη ασφάλειας του Μονάχου σηματοδότησε μια νέα φάση στη σχέση της Ρωσίας με τη Δύση. Η νέα αναθεωρητική πολιτική της Ρωσίας οδήγησε στις κρίσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Ενώ την ίδια εποχή η Ρωσία, εκμεταλευόμενη την κατάρρευση της περιφερειακής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή και την αραβική άνοιξη, ανακτούσε επιρροή στην περιοχή.

Η Τουρκία, για αρκετό καιρό, προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στους ατλαντικούς δεσμούς της και την σχέση που ανέπτυσσε με μια αναθεωρητική Ρωσία. Ήταν ακόμη η εποχή που η φιλελεύθερη διεθνής τάξη και η αμερικανική ηγεμονία παρέμεναν κυρίαρχες στη μεταψυχροπολεμική εποχή.

Η κρίση στη Συρία, όμως, και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 ενέτειναν την καχυποψία της Τουρκίας για τις αμερικανικές προθέσεις στην περιοχή και συνέβαλαν στη περαιτέρω προσέγγιση με τη Ρωσία. Οι δύο χώρες, αφού πέρασαν με επιτυχία το στρες τεστ της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους το 2015, διαμόρφωσαν όρους στρατηγικής συνεργασίας για μια σειρά από λόγους. Και στις δύο χώρες έχει αναπτυχθεί ένας αντιδυτικός εθνικισμός που βλέπει με καχυποψία αν όχι με εχθρότητα την αμερικανική ηγεμονία και τη φιλελεύθερη δυτική τάξη. Πούτιν και Ερντογάν έχουν πολλά κοινά στοιχεία στον τρόπο άσκησης της εξουσίας έχοντας εντάξει τις χώρες τους στο στρατόπεδο των «ανελεύθερων-αυταρχικών δημοκρατιών». Παράλληλα, οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει τις εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις τους.

Η αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία δεν είναι ένας διαπραγματευτικός ελιγμός της Τουρκίας για να αποκομίσει ωφέλη σε ένα παζάρι με τη Δύση και τις ΗΠΑ. Είναι απόρροια στρατηγικής σύγκλισης που οφείλεται στον επανακαθορισμό των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Τουρκίας σε ένα διεθνές σύστημα που αλλάζει. Ανεξάρτητα από την έκβαση του ζητήματος των S-400, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις πλησιάζουν το σημείο τήξης και η Τουρκία θα βρεθεί ενώπιον καθοριστικών επιλογών.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” – στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Εκλογές 2019: Το πέρασμα του Ρουβίκωνα

Εκλογές 2019: Το πέρασμα του Ρουβίκωνα

Η αφετηρία της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές βρίσκεται στη συνθηκολόγηση του καλοκαιριού του 2015. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε πολιτικά και ιδεολογικά. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς ηττήθηκε εκλογικά.

Ο συμβιβασμός και η συνθηκολόγηση, η ήττα του τρίτου δρόμου που ευαγγελιζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, μετέτρεψε το δήθεν νέο, ριζοσπαστικό και ρηξικέλευθο, σε μια παραλλαγή των κομμάτων του ‘παλαιού πολιτικού συστήματος.’ Από τότε ζούσε με δανεικό χρόνο.

Η δεύτερη ευκαιρία που πήρε από τον ελληνικό λαό, τον Σεπτέμβριο του 2015, ήταν απλά ψήφος ανοχής και αμηχανίας απέναντι στην τόσο βίαιη και γοργή διάψευση των προσδοκιών της πρώτης νωπής εντολής. Ο κ. Τσίπρας, όμως, στη μέθη της ανόδου της αριστεράς στην εξουσία αισθάνθηκε ανίκητος και άτρωτος. Κι επειδή έκτοτε δεν μεσολάβησε καμιά εκλογική διαδικασία, ο κ. Τσίπρας πίστεψε ότι μπορεί να περπατάει ακόμη και στην επιφάνεια της θάλασσας. Η ήττα των ευρωεκλογών είναι η νέμεση στην εξουσιαστική ύβρι που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Δεκέμβριο του 2014. Γιατί η εξουσιαστική βιασύνη του τον οδήγησε νομοτελειακά στη μνημονιακή φθορά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε, τελικά, γιατί μετά τη μετάλλαξή του δεν κατόρθωσε να αποβάλει τη νοοτροπία του κόμματος διαμαρτυρίας του 3%, και να πολλαπλασιάσει τα ερείσματά του στην ελληνική κοινωνία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει την εξελικτική πορεία του ΠΑΣΟΚ για την ηγεμονία της Κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε συγκεκριμένα λαϊκά και κοινωνικά αιτήματα στη μεταπολίτευση με έναν αρχηγό που είχε, πέρα από το χάρισμα, συγκρότηση, βαθειά παιδεία και οργανωτικές ικανότητες. Που δημιούργησε ένα grass root κίνημα, το οργάνωσε στους χώρους εργασίας, και το εκτίναξε από το 13% στο 48% και δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Ακόμη και το 1989, βαλόμενος πανταχόθεν και άρρωστος ο Ανδρέας δεν έπεσε κάτω από το 40%.

Ο Τσίπρας πήρε τα ανεμομαζώματα της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας και με το επικοινωνιακό χάρισμα που διαθέτει τα έφερε στην εξουσία. Δεν κατόρθωσε όμως να δημιουργήσει βαθιές και μόνιμες ρίζες στην ελληνική κοινωνία γιατί αρκέστηκε σε πολιτικά αιτήματα που είναι συγκυριακά, επιφανειακά και κατά βάση οπισθοδρομικά.

Τα περισσότερα στελέχη του επέμειναν στη θέση ‘εμείς είμαστε Αριστερά δεν θέλουμε να γίνουμε Κεντροαριστερά’. Απέτυχε, έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο κόμμα της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε γιατί ενώ απέβαλε από τους κόλπους του όλα τα ακραία στοιχεία που κόντεψαν να εκτροχιάσουν τη χώρα το καλοκαίρι του 2015, δεν απέβαλε την τόσο ακραία και νοσηρή νοοτροπία τους. Τον εμπρηστικό τους λόγο, την αποστροφή τους για το νόμο και την τάξη, την εργαλειοποίηση των θεσμών, τη δαιμονοποίηση και εξόντωση των αντιπάλων, τον κυνικό μακιαβελισμό, την ακραία προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού δια της φτωχοποίησης της μεσαίας τάξης και της εξαγοράς μισθωτών και συνταξιούχων.

Κατέστρεψε τα μεσαία και πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και αυτά του επιστρέφουν τον λογαριασμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε γιατί το υποτιθέμενο νέο ξεθώριασε και πάλιωσε γρήγορα μαζί με το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, την ίδια στιγμή που η εξουσιολαγνεία προκαλούσε προβληματικές και αλλαζονικές συμπεριφορές και ανίερες συμμαχίες με γυρολόγους και λούμπεν στοιχεία της πολιτικής. Η αγοραία πελατειακή παροχολογία ήταν άλλη μια απόδειξη της πολιτικής και ιδεολογικής χρεωκοπίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε γιατί υποτίμησε τον αντίπαλό του. Η ΝΔ επικέντρωσε τη στόχευση σε ένα απλό και σταθερό αίτημα, την απαλλαγή από μια επιζήμια για τη χώρα κυβέρνηση, και επικράτησε.

Ο Πρωθυπουργός, ζαλισμένος από την ήττα, οδεύει τώρα προς εθνικές εκλογές επαναλαμβάνοντας το δίλημμα εγώ ή η ΝΔ. Μόνο που αυτό απαντήθηκε ήδη. Τώρα, απλώς θα εισπράξει την ίδια απάντηση με πολύ πιο εμφατικό τρόπο.

Ο κ. Τσίπρας διέβη τον Ρουβίκωνα και δεν υπάρχει επιστροφή.

εφημερίδα: “ΤΑ ΝΕΑ” στήλη: “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Η καταστροφή της μεσαίας τάξης

Η καταστροφή της μεσαίας τάξης

Στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ ο Μπιλ Κλίντον φέρεται ειπών στη Χίλαρι ότι «οι αριθμοί φαίνονται καλοί, αλλά η ψυχολογία, το κλίμα δεν μου φαίνονται καλά». Ο Κλίντον, ένας πολιτικός με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, συναισθανόταν τις τεκτονικές αλλαγές στο αμερικανικό εκλογικό σώμα.

Στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, που έχει μπει ο τόπος μας, ο Πρωθυπουργός αραδιάζει συνέχεια αριθμούς σε μια εναγώνια προσπάθεια να αλλάξει το εις βάρος του κλίμα. Τελευταίο θύμα της αριθμητικής του Πρωθυπουργού, η μεσαία τάξη. Η μεσαία τάξη ανακάμπτει, μας είπε ο Πρωθυπουργός από το Αιγάλεω. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι στα πρώτα δύο και πιο δύσκολα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο σταμάτησε η “ροή” πολιτών από τη μεσαία τάξη προς τη φτώχεια, αλλά αντιστράφηκε. Κατά τον Πρωθυπουργό, 127.000 πολίτες επέστρεψαν στην εισοδηματική βαθμίδα της μεσαίας τάξης.

Δεν γνωρίζω από που αντλεί τα στοιχεία του ο Πρωθυπουργός αλλά τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης έχουν μειωθεί δραματικά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε 21 συνολικά από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα τα εισοδήματα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων κυμαίνονται από 7.894 έως 21.050 δολάρια και είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Στη χώρα μας, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, τα μεσαία κοινωνικά στρώματα χάνουν 6% του εισοδήματος τους κάθε χρόνο την δεκαετία του 2010.

Η ισχυρή και ευημερούσα μεσαία τάξη είναι καθοριστικής σημασίας για κάθε επιτυχημένη οικονομία και κοινωνία συνοχής. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η μεσαία τάξη συντηρεί την κατανάλωση, πραγματοποιεί μεγάλο μέρος των επενδύσεων και παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη στήριξη του κράτους πρόνοιας μέσω των φορολογικών εισφορών της. Οι κοινωνίες με ισχυρή μεσαία τάξη έχουν χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και ικανοποίησης από τη ζωή και έχουν μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα και καλή διακυβέρνηση.

Μετά την κρίση, το 40% των νοικοκυριών με μεσαία εισοδήματα σε 18 χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη ή δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τη νέα οικονομική πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτών των νοικοκυριών φτάνει στο 70%. Το 50% αυτών των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από αυτά που εισπράττουν. Ενώ το 20% των ιδιοκτητών ακινήτων δαπανά τουλάχιστον το 40% του εισοδήματός τους για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου.

Ο Αριστοτέλης είδε τα μεσαία στρώματα ως τον σταθεροποιητικό πυλώνα της κοινωνίας ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους. Είδε τα μεσαία στρώματα ως πηγή φιλοδοξίας και προόδου, διαμορφωτές το συστήματος αξιών μιας κοινωνίας με αρετές όπως την εργατικότητα, τη φιλομάθεια, την πρόοδο. Αρετές που έχουν αναγνωριστεί από όλους τους οικονομολόγους ως η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Αρετές που δεν είναι μετρήσιμες αλλά αποτελούν, όπως έδειξε ο Solow, τον αόρατο παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που δεν εξηγείται από τη συσσώρευση κεφαλαίου.

Αυτά τα μεσαία στρώματα, την σταθεροποιητική ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα ερημοποίησε. Προχώρησε σε έναν σχεδιασμένο κοινωνικό μετασχηματισμό για τη δημιουργία του πελατειακού της κράτους. Τώρα ο Πρωθυπουργός προσπαθεί να τα πείσει ότι οι δείκτες τους ανακάμπτουν. Μόνο που δεν καταλαβαίνει το κλίμα που έχει πια διαμορφωθεί εις βάρος του στα κρίσιμα αυτά στρώματα. Θα το καταλάβει το βράδυ της 26ης Μαΐου.

εφημερίδα: ΤΑ ΝΕΑ, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Στερεότυπα

Στερεότυπα

Πολλές φορές προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την εξωτερική πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία με βάση το ευκταίο και όχι το εφικτό. Με βάση τις επιθυμίες μας και όχι την πραγματικότητα. Επί σειρά ετών προσπαθήσαμε να αμβλύνουμε την τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο και την Κύπρο μέσα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μια Τουρκία σε δυτική τροχιά ήταν προφανές ότι θα ήταν μια περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική Τουρκία. Η πολιτική αυτή είχε μια κάποια αξία όταν πράγματι η Τουρκία ακολουθούσε μια στρατηγική προσέγγισης με τη Δύση.

Αν και αυτό δεν την απέτρεψε, όντας μέλος του ΝΑΤΟ, να εισβάλει στην Κύπρο εκμεταλλευόμενη βεβαίως και τα δικά μας λάθη. Οπως επίσης η δυτικόστροφη τάση του κεμαλικού κατεστημένου δεν το εμπόδισε να κάνει αλλεπάλληλες κρίσεις στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα τα Ιμια. Με βάση όμως τις ευρύτερες μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις και την τότε διαφαινόμενη εδραίωση της δυτικής φιλελεύθερης θεσμικής τάξης, τις γεωπολιτικές βλέψεις της Δύσης και την τότε πολιτική της Τουρκίας, ορθά προσπαθήσαμε να εντάξουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η εκλογή του Ερντογάν φάνηκε να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Για αρκετό καιρό η Ελλάδα, αλλά και η Δύση, θεώρησε ότι στο πρόσωπο του Ερντογάν είχε βρει τον εκφραστή αυτής της πολιτικής. Ο Ερντογάν, με άλλοθι την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και όχημα τον συνεπαγόμενο εκδημοκρατισμό, αντιπαρατέθηκε με σφοδρότητα με το κεμαλικό στρατοκρατικό κατεστημένο. Οταν κυριάρχησε, όμως, έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον εκδημοκρατισμό και την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Και έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή ισλαμική ατζέντα. Βάζοντας την Τουρκία, προοδευτικά, σε τροχιά απομάκρυνσης από τη Δύση.

«Η δημοκρατία είναι μόνο το τρένο στο οποίο επιβιβαζόμαστε μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας» είχε πει ο Ερντογάν για όσους άκουγαν. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, οι πιστοί οι στρατιώτες μας».

Η Τουρκία σταδιακά αποξενώθηκε από τις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή της προοπτική έμεινε στάσιμη και η στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ διερράγη. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν κλιμάκωσε τους λεονταρισμούς του εναντίον των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενώ, ύστερα από μια θεαματική αναδίπλωση, φαίνεται να συμπτύσσει μια ανίερη συμμαχία με τη Ρωσία. Και δυστυχώς η στροφή αυτή του Ερντογάν φαίνεται να είναι στρατηγικού και όχι τακτικού χαρακτήρα. Οι αμερικανοί σύμμαχοί μας, για κάθε ενδεχόμενο, ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια για την Τουρκία, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι μας κινούνται μεταξύ αναστολής και οριστικής ματαίωσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι τι Τουρκία θέλουμε αλλά τι Τουρκία έχουμε. Εφόσον η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας απομακρύνεται, γεννάται εκ των πραγμάτων η ανάγκη επανασχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής ή τουλάχιστον η εκπόνηση μιας εναλλακτικής πολιτικής, ενός plan B. Η αναβάθμιση της στρατηγικής μας σχέσης με τις ΗΠΑ είναι προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και οι συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά, επιστρέφοντας στη σκοτεινή περίοδο της ρεάλπολιτικ, χρειαζόμαστε μια ρεαλιστική και πραγματιστική εξωτερική πολιτική, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις, για να πετύχουμε τους στόχους μας.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Από το Brexit στο TRexit;

Από το Brexit στο TRexit;

Πριν από λίγα χρόνια η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ακουγόταν ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα μια άλλη χώρα, η Τουρκία, κόβει τις γέφυρες με τη Δύση. Και η έξοδός της από έναν άλλο δυτικό θεσμό, το ΝΑΤΟ, δεν θεωρείται απίθανο σενάριο. Σημεία των τεκτονικών αλλαγών των καιρών που ζούμε.

Η Τουρκία είναι σαν τον Ιανό. Είχε πάντοτε δύο πρόσωπα. Το ένα κοιτούσε στη Δύση ενώ το άλλο στην Ανατολή. Στις μεγάλες αναμετρήσεις του περασμένου αιώνα ήταν επιτήδεια ουδέτερη. Στη διαιρετική εποχή του ψυχρού πολέμου εντάχθηκε στο δυτικό θεσμικό σύστημα, και πρωτίστως, στο ΝΑΤΟ. Ο βίαιος κεμαλικός εκσυγχρονισμός ήταν μια προσπάθεια εκδυτικισμού της Τουρκίας με αποκορύφωμα την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Ελσίνκι.

Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία ανάλογη αυτής που είχαν απέναντι στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Επιδίωξαν να την εντάξουν στους δυτικούς θεσμούς για να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό της. Δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτόν, ένα εναλλακτικό μοντέλο δυτικόστροφης ισλαμικής δημοκρατίας για τον ισλαμικό κόσμο.

Για την Ευρώπη και την Τουρκία η τουρκική υποψηφιότητα ήταν απόρροια εργαλειακής και όχι αξιακής προσέγγισης. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με την παρότρυνση των ΗΠΑ, επιζητούσαν την παγίωση μιας στρατηγικής σχέσης με την Τουρκία προκειμένου να προωθήσουν γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι η απόκλιση της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν ετίθετο θέμα ένταξης. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία θα παρέμενε σε μια τροχιά γύρω από τη Δύση. Αλλά και η τουρκική ελίτ ουδέποτε αντιμετώπισε την Ευρωπαϊκή Ένωση γι’ αυτό που πραγματικά ήταν. Ένα φιλελεύθερο, ειρηνικό, δημοκρατικό εγχείρημα, που προσπαθούσε να ξεφύγει από την τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και τα διλήμματα του Θουκυδίδη. Η Τουρκία αντιμετώπισε την Ευρώπη με μια ανταλλακτική νοοτροπία και πάντοτε με όρους ισορροπίας των δυνάμεων.

Και μετά ήλθε ο Ερντογάν και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Ερντογάν έβαλε, σταδιακά, τέλος στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες. Αν ο Κεμαλισμός είχε γείρει την πλάστιγγα υπέρ του κοσμικού και δυτικού προσώπου του Ιανού, ο Ερντογάν πρόκρινε το ισλαμικό και ανατολικό.

Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής έφερε την κρίση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και την ανάδυση των αναθεωρητικών αυταρχικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και κυρίως η Κίνα. Το περιβάλλον αυτό δίνει στον Ερντογάν ένα συστημικό πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να βρει ερείσματα για το αυταρχικό ισλαμικό καθεστώς που έχει δομήσει.

Ο Ερντογάν δεν τραβάει απλώς το σκοινί. Περνάει τον Ρουβίκωνα για την άλλη όχθη. Προχωράει σε αλλαγή συμμαχιών. Όπως αργά αλλά σταθερά συγκέντρωσε την εξουσία γύρω από το πρόσωπό του, και εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή προοπτική εξισλαμίζοντας την Τουρκία. Όπως εγκατέλειψε την παραδοσιακή στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και υιοθέτησε έναν βιτριολικό αντισημιτισμό και αντιαμερικανισμό. Έτσι και τώρα, αργά αλλά σταθερά περνάει στον αστερισμό των αυταρχικών δυνάμεων εγκαταλείποντας τη Δύση.

Η Δύση του επισείει την απειλή της εξόδου από το ΝΑΤΟ, αλλά ο Ερντογάν φαίνεται ότι έχει μπε σε μια πορεία χωρίς επιστροφή.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “Αντίλογος”

Ένας Κινέζος στην Ευρώπη

Ένας Κινέζος στην Ευρώπη

Ο Πρόεδρος της Κίνας περιοδεύει την Ευρώπη κλείνοντας μεγάλες εμπορικές συμφωνίες πολλών δισ. στα πλαίσια της πολιτικής “one belt one road”. Και κυρίως καθησυχάζοντας τους φόβους των Ευρωπαίων για την αλματώδη κινεζική οικονομική διείσδυση στην Ευρώπη αλλά και τη συνολική γεωπολιτική προβολή ισχύος στην Ευρασία.

Η Κίνα, με την πρωτοβουλία της πολιτικής του “one belt one road”, ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα περιφερειακών οικονομικών οργανισμών και συμμαχιών που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος και απειλή για τα δυτικά συμφέροντα. Ιστορικά, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους και σε έναν ψυχρό πόλεμο προκειμένου να αποτρέψουν τον έλεγχο της Ευρασίας από μια ηγεμονική δύναμη και να επιβάλουν τη δική τους ηγεμονία. Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι ο σοβαρότερος παράγοντας που ανησυχεί την αμερικανική υπερδύναμη.

Η Κίνα, όμως, δεν εγείρει αξιώσεις βίαιης ανατροπής της σημερινής ισορροπίας στο διεθνές σύστημα, που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν ηγεμονικό πόλεμο. Αντίθετα, προσανατολίζεται σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αυτό γίνεται για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω εγγενών αδυναμιών, όπως η στρατιωτική της αδυναμία και οι εσωτερικές της ανισότητες.

Δεύτερον, λόγω διαφορετικών πολιτισμικών παραστάσεων και αξιών που οδηγούν σε μια στρατηγική σκέψη και κουλτούρα διαφορετική από αυτή της Δύσης. Τα μεγάλα κινεζικά κείμενα του Σουν Τζου και του Σουν Μπιν για τη στρατηγική και την τέχνη του πολέμου βοηθούν στην αποκωδικοποίηση της κινεζικής στρατηγικής. Σύμφωνα με αυτά, η επιτυχία της στρατηγικής εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη σωστή ανάλυση της δυναμικής της εκάστοτε συγκυρίας και η μετατροπή της προς όφελός σου.

Η Κινεζική στρατηγική δεν επιδιώκει την κυριαρχία μέσα από μια καθοριστική αντιπαράθεση, αλλά τη βελτίωση της θέσης της Κίνας μέσα από μια σειρά κινήσεων. Η φιλοσοφία τους είναι μια συνεχής διαδικασία συσσώρευσης σχετικών κερδών παρά η απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο. Ως έθνος με πολιτισμό που πάει πίσω πέντε χιλιετηρίδες, οι Κινέζοι έχουν μια διασταλτική αίσθηση του χρόνου. Μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα σε άμεσα και χρόνια συμφέροντα και στόχους, που μπορεί να υπερβαίνουν τα χρονικά όρια μιας γενιάς.

Επομένως, η Κίνα δεν φαίνεται, στο άμεσο μέλλον, να επιχειρήσει να αμφισβητήσει ή να ανατρέψει την τρέχουσα διεθνή τάξη. Αντίθετα, επικεντρώνεται στη μεγιστοποίηση του οικονομικού της οφέλους μέσα από το παρόν διεθνές οικονομικό σύστημα. Προς το παρόν τουλάχιστον, ισχυροποιεί τη θέση της στο πλανήτη χωρίς να απειλεί την κυριαρχία άλλων κρατών, αλλά διασφαλίζοντας πρόσβαση στις αγορές τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ανάδυση της Κίνας θα οδηγήσει σε μια οικονομική αλληλεξάρτηση με τη Δύση ή στην παγίδα του Θουκυδίδη, δηλαδή σε έναν στρατηγικό ανταγωνισμό.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Αναδίπλωση

Αναδίπλωση

Η Αμερική οδηγήθηκε σε πλανητική υπερεπέκταση στη μεταψυχροπολεμική εποχή για τρεις κυρίως λόγουςΠρώτον, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε ένα γεωπολιτικό κενό, που σχεδόν αυτόματα, με κεκτημένη ταχύτητα, έσπευσαν να πληρώσουν οι ΗΠΑ ως μόνη πλανητική δύναμη. Δεύτερον, η ιδεολογική επικράτηση έναντι του σοβιετικού κομμουνισμού έφερε ένα κλίμα ευφορίας και θριαμβολογίας στη Δύση και ψευδαισθήσεις για το τέλος της ιστορίας και της εξάπλωσης των δυτικών ιδεών στον υπόλοιπο πλανήτη. Τρίτον, η ψυχροπολεμική εποχή είχε δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα στον τρόπο σκέψης και διαμόρφωσης της στρατηγικής. Αυτό το υπόδειγμα, μαζί με τα επιμέρους γραφειοκρατικά συμφέροντα του τεράστιου γραφειοκρατικού θεσμικού πλαισίου του Ψυχρού Πολέμου, εμπόδισαν οποιαδήποτε σκέψη αναδίπλωσης. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου όλο αυτό το οικοδόμημα απέκτησε ένα νέο raison d’ étre.

Τρεις δεκαετίες πλέον, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η στρατηγική της επέκτασης δίνει τη θέση της στη στρατηγική της αναδίπλωσης για μια σειρά από λόγουςΠρώτον, η επεκτατική στρατηγική έφερε αντίδραση και ανταγωνισμό. Δεύτερον, ακόμη και για μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, το κόστος της επεκτατικής στρατηγικής αποδείχθηκε δυσθεώρητο. Σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 2008, και την πολιτική του “τζαμπατζή» στα θέματα ασφάλειας από τους συμμάχους τους, η πολιτική αυτή έπαψε να έχει ερείσματα στο κατεστημένο και την αμερικανική κοινωνία. Οι ΗΠΑ επίσης αντιλήφθηκαν ότι η παγκοσμιοποιημένη φιλελεύθερη ηγεμονία συνάντησε οξεία αντίδραση και οδήγησε στην ενδυνάμωση των εθνοτικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τη σταδιακή επιστροφή στο υπόδειγμα του ρεαλισμού στη διαμόρφωση της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής. Στοχαστές όπως ο Mearsheimer, ο Stephen Walt και ο Barry Posen υποστηρίζουν μια ρεαλιστική πολιτική αυτοσυγκράτησης που ιεραρχεί τρεις απειλές για τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα και σκιαγραφεί μιαν άλλη στρατηγική αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών στη θέση της πλανητικής επέκτασης. Τα ζητήματα αυτά είναι η ισορροπία ισχύος στην Ευρασίατο ζήτημα της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων και η αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. Ο περιορισμός του φάσματος των στρατηγικών απειλών κατά των αμερικανικών συμφερόντων οδηγεί σε μια στρατηγική αυτοσυγκράτησης. Αυτή η σχολή σκέψης σε συνδυασμό με το “America First” της κυβέρνησης Τραμπ κυριαρχεί σήμερα στη διαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετεί τη σχολή της αυτοσυγκράτησης καθώς συνδυάζεται αρμονικά με τον προστατευτισμό στην οικονομική πολιτική της, την ανταλλακτική νοοτροπία (transactionalism) του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική και τον λαϊκισμό. Ο Τραμπ, με τον τρόπο αυτό, εκμεταλλεύεται πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινωνίας από τον συνεχή παρεμβατισμό των ΗΠΑ, για να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο.

Η πολιτική της αυτοσυγκράτησης, ή αναδίπλωσης, όμως, δημιουργεί ένα συστημικό κενό. Ένα κενό το οποίο θα σπεύσουν να πληρώσουν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, και κυρίως η Κίνα. Αν αυτή η πολιτική πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά, στην περίπτωση μιας δεύτερης θητείας Τραμπ, θα οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση των πλανητικών ισορροπιών μέσα από εντάσεις και αστάθεια.

δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”