Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Ο νέος πλανητικός ανταγωνισμός

Στο σημερινό διεθνές σύστημα οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, η ισχυρότερη δύναμη. Η Κίνα, με την πολιτική του “one belt one road” ξεπροβάλλει, για πρώτη φορά, από την περιφέρειά της με ηγεμονικές αξιώσεις στην ευρασιατική γεωπολιτική σκακιέρα. Οικοδομώντας ταυτόχρονα και ένα πλέγμα ανταγωνιστικών διεθνών οικονομικών θεσμών. Η σταδιακή προβολή ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρασία καθιστά την Κίνα εν δυνάμει αναθεωρητική δύναμη του συστήματος.

Η ανάδυση της Κίνας, σε βάθος χρόνου, είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η αμερικανική κυριαρχία.

Το πρόβλημα για τη Δύση είναι ότι ενώ η Αμερική του Τραμπ αποδομεί τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης που η ίδια οικοδόμησε και επί σειρά ετών εξυπηρέτησαν τα αμερικανικά και τα δυτικά συμφέροντα, η Κίνα οικοδομεί περιφερειακούς οικονομικούς οργανισμούς και συμμαχίες που δρουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τάσεις των συνολικών δεικτών ισχύος, η Κίνα θα έχει εξισορροπήσει τις ΗΠΑ μέχρι το 2040. Είναι ήδη η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί είναι υψηλότεροι αυτών της Αμερικής, κι ενώ πριν από 25 χρόνια αποτελούσε το 2% της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα αποτελεί το 15%. Εννέα από τις 20 σημαντικότερες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι κινεζικές. Η συμμετοχή της Κίνας στις τεχνολογικές αλλαγές, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού της συστήματος και η βελτίωση των διοικητικών της δομών είναι τα θεμέλια της πλανητικής της ανάδυσης.

Η ενδυνάμωσή της θα οδηγήσει, νομοτελειακά, σε αξιώσεις συστημικής αλλαγής. Γιατί η ιστορία διδάσκει ότι με την αύξηση των δυνατοτήτων αναθεωρούνται και διευρύνονται οι στόχοι και οι φιλοδοξίες.

Η πολιτισμική ασυμβατότητα της Κίνας με τις ΗΠΑ οξύνει τον ανταγωνισμό και δυσχεραίνει την ενσωμάτωσή της στο σύστημα της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης με όρους «υπεύθυνου μετόχου». Η Κίνα, όπως έγραψε ο Κίσινγκερ, είναι μια πολιτισμική δύναμη, που έχει διαφορετική αντίληψη για το διεθνές σύστημα και την διεθνή τάξη από τις ΗΠΑ. Η κινεζική πρόσληψη της διεθνούς τάξης είναι ιεραρχική με βάση την υποταγή στην υπέρτερη ισχύ. Σε αντίθεση με την δυτική εκδοχή της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, όπου η αμερικανική ηγεμονία προσπαθεί να προωθήσει τη δημοκρατία και τους κανόνες δικαίου μέσα σε ένα περιβάλλον Χομπσιανής αναρχίας.

Η Κινεζική στρατηγική υπακούει σε μια φιλοσοφία σταδιακής, επαυξητικής συσσώρευσης σχετικών κερδών (relative gains) παρά σε μια απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο με στόχο την εξαφάνισή του. Με την έννοια αυτή, η κινεζική στρατηγική δεν στοχεύει σε μια συστημική αλλαγή μέσω ενός ηγεμονικού πολέμου, αλλά σε μια μακροχρόνια μετάβαση σε ένα σύστημα που θα προσαρμόζεται σταδιακά στην αλλαγή του καταμερισμού της ισχύος, όπως αυτός θα μεταβάλλεται προς όφελός της.

Αντίστροφα, στη δυτική δημόσια σφαίρα η συζήτηση για την Κίνα έχει περάσει στο επόμενο στάδιο. Όχι, δηλαδή, στο αν η Κίνα συνιστά αναθεωρητική δύναμη ικανή να επιφέρει συστημική αλλαγή, αλλά στο πώς και αν αυτή η συστημική αλλαγή μπορεί να αποτραπεί.

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη “ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ”

Οι νέοι συντηρητικοί

Οι νέοι συντηρητικοί

Λίγους μόλις μήνες πριν τις ευρωεκλογές και η γηραιά ήπειρος θυμίζει ένα ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί και πάλι. Υπόγειες και σύνθετες κοινωνικές διεργασίες συντελούνται στο ευρωπαϊκό corpus. Η παγκοσμιοποίηση ως μαινάδα, τα μεταναστευτικά ρεύματα ως κοινωνική και δημογραφική απειλή, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ως συλητής εθνικής εξουσίας και η κινούμενη άμμος των αξιακών αλλαγών δημιουργούν ένα εύφλεκτο μάγμα.

Το πρώτο κύμα αυτών των κοινωνικών διεργασιών και αντιδράσεων συνέτεινε στην άνοδο του λαϊκισμού δεξιάς και αριστερής κοπής, τη συρρίκνωση των παραδοσιακών πολιτικών οικογενειών και την απονομιμοποίηση δημοκρατικών θεσμών.

Αυτό όμως είναι το πρώτο κύμα της πλημμυρίδας. Ένα κύμα που μπορεί να αντανακλά και να εκτονώνει τις πρώτες αντιδράσεις. Υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο μιας πιο αποκρυσταλλωμένης αντιμετώπισης των προκλήσεων και των απειλών που αρχίζει να παίρνει ιδεολογική σάρκα και οστά, σε έναν νεοσυντηρητισμό με ευδιάκριτα κοινά στοιχεία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Είναι ένας μετριοπαθής συντηρητισμός, που αντλεί από την οργανική πρόσληψη της κοινωνίας του ευρωπαϊκού συντηρητισμού του 19ου αιώνα. Βλέπει την Ευρώπη ως ένα ενιαίο χριστιανικό πολιτισμό από διαφορετικά έθνη, με διακριτές γλώσσες και έθιμα. Η πρωτόλεια μονάδα οργάνωσης του έθνους είναι η οικογένεια και η θεμελιώδης ευθύνη κάθε κοινωνίας είναι να μεταλαμπαδεύει τη γνώση, το ήθος και τον πολιτισμό στις επόμενες γενιές. Η κοινωνία, με άλλα λόγια, δεν είναι το απλό άθροισμα αυτόνομων ατόμων, φορέων δικαιωμάτων.

Αυτός ο νέος συντηρητισμός είναι αντίθετος με τον γάμο μεταξύ ομοφύλων και ενάντιος στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Αντιτίθεται, όμως ταυτόχρονα, στην εξουσία των απορυθμισμένων αγορών, στη νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική λιτότητα, στον καταναλωτισμό, στη γενετική μετάλλαξη.

Θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει μετατοπιστεί από τις πολιτισμικές, αξιακές και θρησκευτικές θεμελιώδεις αξίες του σε ένα άθροισμα πολιτών στη βάση του οικονομικού συμφέροντος. Η ομογενοποίηση στη βάση της οικονομικής αποτελεσματικότητας αποχυμώνει τον ευρωπαϊκό οργανισμό από τα ιδιαίτερα εθνικά πολιτισμικά νάματα. Η δημοσιονομική λιτότητα πλήττει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και τελικά η οικονομική πολιτική δεν εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ η κοινωνική αλληλεγγύη εξαφανίζεται. Η μαζική μετανάστευση πολιτισμικά ασύμβατων ισλαμικών ομάδων απειλεί την κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο νέος ευρωπαϊκός συντηρητισμός, σε αντίθεση με τον αμερικανικό, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην κλιματική αλλαγή. Οι πεποιθήσεις του για την οικογένεια και τη σχέση των φύλων είναι επηρεασμένες από τις παραδοσιακές αξίες του Καθολικισμού.

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν αυτή η στροφή σε συντηρητικές αξίες θα εκφραστεί πολιτικά σε ένα κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα, πιο στέρεο από τον άγουρο δημαγωγικό λαϊκισμό. Όπως για παράδειγμα ο Θατσερικός και Ριγκανικός νεοφιλελευθερισμός στη δεκαετία του ‘80. Ή αν θα είναι μια στιγμιαία αποτύπωση των κοινωνικών διεργασιών της εποχής, που θα παρασυρθεί στη συνέχεια από τις επελαύνουσες δυνάμεις της τεχνολογικής επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση, διανοούμενοι, όπως ο Mark Lilla αλλά και η Pascale Tournier στο βιβλίο της Le vieux monde est de retour, μας προτρέπουν να μην τις αγνοήσουμε.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ, εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η οικονομική κρίση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: μία ταραγμένη δεκαετία

Η ιστορία της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008 που συγκλόνισε και την Ευρώπη και το ευρώ δεν έχει γραφτεί ακόμη. Το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC, παρότι γίνεται με νωπά ακόμη τα γεγονότα και με πολλούς από τους πρωταγωνιστές ακόμη ενεργούς, επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση της κρίσης, τουλάχιστον όσον αφορά το ευρωπαϊκό σκέλος της.

Η κρίση, όμως, άρχισε στις ΗΠΑ όταν έσπασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων. Επιδεινώθηκε από μια σειρά κακών τραπεζικών προϊόντων με μεγάλο ρίσκο, τα παράγωγα ενυπόθηκων δανείων. Δάνεια δηλαδή που ήταν σχεδόν αδύνατον να αποπληρωθούν από τους οφειλέτες τους. Όταν έσπασε η φούσκα, οι απώλειες εξάντλησαν τα κεφάλαια των τραπεζών προκαλώντας τους κρίση ρευστότητας. Η κρίση δεν περιοριζόταν μόνο στις αμερικανικές τράπεζες αλλά εξαπλωνόταν γρήγορα και στις ευρωπαϊκές.

Στην Αμερική η κρίση αντιμετωπίστηκε από τις συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας που κράτησε τα επιτόκια χαμηλά και τύπωσε τρισεκατομμύρια δολαρίων μετατρεπόμενη σε «δανειστή έσχατης ανάγκης» (lender of last resort).

Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα έγινε «δανειστής έσχατης ανάγκης» και για τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Αυτό ήταν ασύνηθες αλλά αναγκαίο για να αποτραπεί μια μαζική πώληση αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι δανειακές ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών σε δολάρια ήταν τόσο μεγάλες, που οι αμερικανικές αρχές κατέφυγαν σε ένα ξεχασμένο μηχανισμό για να συνεχίζουν να τις δανείζουν σε δολάρια. Το μηχανισμό ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap line). Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα δάνειζε σε δολάρια δεχόμενη το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2007 μέχρι τον Αύγουστο του 2010 η ΕΚΤ άντλησε 2,5 τρις δολάρια από το μηχανισμό.

Ενώ όμως η κρίση αποκλιμακωνόταν στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη μια σειρά θεσμικών αδυναμιών και πολιτικών λαθών κλιμάκωσε την κρίση απειλώντας όχι μόνον την ευρωζώνη, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.

Η Γερμανία, έχοντας ήδη ξοδέψει 1,3 τρις για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν απρόθυμη να εγγυηθεί την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα επιβάλλοντας μια τιμωρητική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας στις προβληματικές οικονομίες της ευρωζώνης. Παράλληλα, η ΕΚΤ, επί Τρισέ, χωρίς τις τυπικές αρμοδιότητες και τη συναίνεση των Γερμανών αρνήθηκε πεισματικά να γίνει «δανειστής έσχατης ανάγκης».

Η αλλαγή ηγεσίας στην ΕΚΤ και η αποφασιστικότητα του Ντράγκι οδήγησαν σε μια σειρά μέτρων όπως η μείωση των επιτοκίων, ο δανεισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών και η αγορά κρατικών ομολόγων, που τελικά απέτρεψαν το κραχ.

Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έγινε, όμως, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, με τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Η διάψευση των προσδοκιών των πολιτών οδήγησε σε αντιελιτισμό και αντισυστημική συμπεριφορά. Οδήγησε στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και έφερε μια πολιτική έκρηξη, ένα πολιτικό μπιγκ μπανγκ. Στο κραχ του 1929 η πολιτική κρίση αποσοβήθηκε γιατί οι πολιτικές του νιου ντηλ του Ρούζβελτ, επικεντρώθηκαν στη διάσωση των πολιτών. Στην κρίση του 2008, αντίθετα, οι πολιτικές επικεντρώθηκαν κυρίως στη διάσωση των τραπεζών και ο θυμός των πολιτών συνέβαλε στην άνοδο του Τραμπ. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, η κρίση οδήγησε στην επέλαση του λαϊκισμού, δεξιάς και αριστεράς κοπής, και του εθνικισμού.

Δέκα χρόνια μετά, οι πολίτες γλύφουν ακόμη τις πληγές τους, το πολιτικό σύστημα αναδιατάσσεται, αλλά ο μύθος των αυτορυθμιζόμενων αγορών καλά κρατεί.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, στήλη ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ και το ΝΑΤΟ

Ακούγεται σουρεαλιστικό αλλά μάλλον είναι σημείο των καιρών που ζούμε. Η Βουλή των Αντιπροσώπων του Αμερικανικού Κογκρέσου ψήφισε νομοθετική ρύθμιση καθιστώντας αδύνατη την έγκριση κονδυλίων για τη χρηματοδότηση μιας πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. «Ακούγεται εξωφρενικό ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά παίρνουμε τα λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ στα σοβαρά», σχολίασε ένα μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η αφορμή ήταν διαρροές αξιωματούχων του Λευκού Οίκου ότι κατά τη διάρκεια του 2018 ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκμυστηρευτεί στους συνεργάτες του ότι ήθελε την αποχώρηση της Αμερικής από το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ είχε, προεκλογικά, χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως απηρχαιωμένο οργανισμό ζητώντας την κατάργησή του. Μετεκλογικά είχε στραφεί εναντίον των ευρωπαίων συμμάχων ζητώντας να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στις αμυντικές δαπάνες της συμμαχίας. Με δεδομένη τη θέση του ΝΑΤΟ, ως ακρογωνιαίου λίθου στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Τραμπ αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση οικονομικών ανταλλαγμάτων από τους συμμάχους.

Η επίμονη όμως επαναφορά του θέματος της αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ανησύχησε το αμερικανικό κατεστημένο. Κι αυτό γιατί είχαν ήδη προηγηθεί οι αποφάσεις για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και τη Συμφωνία του Ειρηνικού. Η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για την αμερικανική ασφάλεια, όμως, πυροδότησε τη λειτουργία των θεσμικών αντίβαρων του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ο πρώην υπουργός Άμυνας του Τραμπ στη παραίτησή του επισήμανε τη σημασία των συμμαχιών.

Στα 70 χρόνια της λειτουργίας της η Συμμαχία αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι στη σοβιετική απειλή, έδωσε στην Ευρώπη τη δυνατότητα να προχωρήσει απερίσπαστη στο ενοποιητικό εγχείρημα και συνέσφιξε τις διατλαντικές σχέσεις. Όπως είχε περιγράψει με μια ατάκα ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο λόρδος Ismay, το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε για να κρατήσει τους «Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω, και τους Γερμανούς κάτω».

Η επιμονή του Τραμπ αποδομεί τη Συμμαχία ακόμη και αν τελικά δεν ευοδωθούν οι προθέσεις του. Η συζήτηση, και μόνο, για ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει τη Συμμαχία. Η δε αποχώρηση «θα αποτελούσε γεωπολιτικό λάθος επικών διαστάσεων», όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, ναύαρχος Σταυρίδης.

Η στάση του Τραμπ δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες στους Ευρωπαίους για την αμερικανική αμυντική παρουσία και την δέσμευσή τους απέναντι στη Συμμαχία και την Ευρώπη. Αυτές οι αμφιβολίες έχουν ήδη οδηγήσει σε διεργασίες προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.

Η αποσύνδεση, όμως, των δυο πλευρών του ευρωατλαντικού χώρου θα οδηγήσει σε μια απομονωμένη Αμερική και μια ευάλωτη Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε γεωπολιτικό δώρο για την αναθεωρητική Ρωσία του Πούτιν. Και θα άφηνε τεράστιο κενό ασφάλειας στην αντιμετώπιση νέων απειλών, όπως η τρομοκρατία.

Σε μια εποχή λαϊκισμού ο Τραμπ διεγείρει τα αντινατοϊκά αντανακλαστικά στην Ευρώπη και τα απομονωτικά αντανακλαστικά στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό Κογκρέσο διασφάλισε αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, ότι «το ΝΑΤΟ παρείχε την καλύτερη αν όχι τη μόνη ελπίδα ειρήνης στην εποχή μας».

εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”

Γαλλογερμανικός άξονας: από το Ελιζέ στο Άαχεν

Γαλλογερμανικός άξονας: από το Ελιζέ στο Άαχεν

Την περασμένη Τρίτη, στο Άαχεν της Γερμανίας, την πόλη του Καρλομάγνου, η Καγκελάριος Μέρκελ και ο Πρόεδρος Μακρόν ανανέωσαν τoυς δεσμούς Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Πενήντα και πλέον χρόνια μετά την ιστορική Συνθήκη του Ελιζέ. To 1963, η Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας συμβόλιζε την ιστορική συμφιλίωση και την απαρχή μιας σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ντε Γκωλ οραματιζόταν τη γαλλογερμανική συμμαχία ως εμβρυουλκό μίας Δυτικής Ευρώπης ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ. Η αγγλοσαξωνική επικυριαρχία στην ψυχροπολεμική Ευρώπη ενοχλούσε τον Ντε Γκωλ. Θεωρούσε, μάλιστα, τη Βρετανία δούρειο ίππο των Αμερικανών στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό, την 14η Ιανουαρίου του 1963 ο Ντε Γκωλ επίσημα ανακοίνωσε την αντίθεσή του στην ένταξη της Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οκτώ μόλις μέρες πριν υποδεχθεί τον Αντενάουερ στο Ελιζέ για να υπογράψουν τη Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας.

Η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, σε τροχιά ανάκαμψης αλλά με νωπές τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τη βοήθεια των δυτικών δυνάμεων και κυρίως των ΗΠΑ. Ο Αντενάουερ επεδίωκε τον ενταφιασμό του παρελθόντος, την εξομάλυνση των σχέσεων της Γερμανίας με τους γείτονές της και την οριστική επανένταξή της στη διεθνή κοινότητα. Κάθε του κίνηση όμως γινόταν με γνώμονα την επίλυση του γερμανικού προβλήματος. Τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών, δηλαδή, για την επανένωση της Γερμανίας. Και αυτό προϋπέθετε τη στήριξη του αμερικανικού παράγοντα. Γι’ αυτό όταν η Συνθήκη επικυρώθηκε από τη γερμανική Μπούντεσταγκ, η Γερμανία προσέθεσε στο προοίμιο εμφατική αναφορά στην ατλαντική στρατιωτική συνεργασία και στην ανάγκη να γίνει δεκτή η Βρετανία στις Κοινότητες.

Η Συνθήκη, πάντως, αποτέλεσε τη βάση του αποκαλούμενου γαλλογερμανικού άξονα, που τα επόμενα χρόνια έγινε η ατμομηχανή του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Όλοι σχεδόν οι διάδοχοι του Ντε Γκωλ και του Αντενάουερ συνεργάστηκαν στενά. Ο Μπραντ και ο Πομπιντού εγκαινίασαν το πρώτο σύστημα νομισματικής συνεργασίας. Ο Σμιτ και ο Ντ᾽ Εσταίν το εξέλιξαν στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Και ο Κολ με τον Μιτεράν έφτασαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ που γέννησε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα οικονομικά και στα θεσμικά ζητήματα ο γαλλογερμανικός άξονας ανέλαβε τις περισσότερες πρωτοβουλίες για την ενοποίηση της Ευρώπης.

Πενήντα έξι χρόνια μετά, ο γαλλογερμανικός άξονας ανασυντάσσεται σε ένα διαφορετικό γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Βρετανία αποχωρεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Αμερική του Τραμπ απειλεί την Ευρώπη με μείωση της αμυντικής της παρουσίας και ανταγωνισμό στις εμπορικές τους σχέσεις. Η Ενωμένη, πλέον, Ευρώπη καλείται τώρα να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί τη χειραφέτησή της από τις δυο υπερδυνάμεις χωρίς να διολισθήσει στις συνήθειες του παρελθόντος. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι σε κρίσιμη καμπή αντιμετωπίζοντας ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις. Οι ανισότητες, το μεταναστευτικό, ο λαϊκισμός, η υποχώρηση της ευρωπαϊκής ιδέας, απειλούν το ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Η επαναβεβαίωση του γαλλογερμανικού άξονα είναι αναγκαία συνθήκη για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Απομένει να δούμε αν είναι και ικανή συνθήκη.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Η τελευταία πράξη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Η τελευταία πράξη στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ

Η τελευταία φάση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μοιάζει με την τελευταία πράξη μιας όπερας μπούφα. Το τέλος είναι αργόσυρτο με δραματικά αλλά και κωμικά στοιχεία. Η κυβέρνηση φτάνει σε ένα δραματικό φινάλε με την ψήφιση μιας κακής συμφωνίας για ένα εθνικό θέμα. Την ίδια ώρα που αποσυντίθεται με κωμικό τρόπο.

Είτε με προσυμφωνημένη ρήξη είτε με βελούδινο διαζύγιο, ολοκληρώνεται η κυνική συμπόρευση και συγκυβέρνηση δυο ετερόκλητων εταίρων. Η λυκοφυλία της εξουσίας αντικαθίσταται τώρα από την αποστασιοποίηση για την πολιτική επιβίωση. Η εποχή που ο κ. Τσίπρας έσφαζε στην ποδιά του Καμμένου τα αριστερά παλληκάρια, όπως τον Φίλη και τον Κοτζιά, παρήλθε. Η χρησιμότητα του Καμμένου για την «πρώτη φορά αριστερά» ολοκληρώθηκε. Όταν στην πολιτική σου απονέμουν τα εύσημα, όπως έκανε ο κ. Τσίπρας για τον Καμμένο στην προχθεσινή του συνέντευξη, σημαίνει ότι έχεις τελειώσει. Στην επόμενη συνέντευξη ο κ. Τσίπρας θα συμπεριλάβει τον Καμμένο στα mea culpa του μαζί με τον Βαρουφάκη.

Αυτό που απομένει να διαπιστώσουμε είναι πόσο καλά σκηνοθετημένη είναι η τελευταία πράξη. Γιατί «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Από την τελευταία πράξη θα φανεί αν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θα πάνε σε τακτική υποχώρηση ή σε άτακτη συντριβή στις επερχόμενες εκλογές. Θα φανεί αν οι συγκεκαλυμένες απειλές και προειδοποιήσεις που εκτοξεύονται εκατέρωθεν είναι αληθινές ή σικέ.

Στην πραγματικότητα, η στρατηγική και των δυο πλευρών αχνοφαίνεται ήδη και έχει ένα κοινό στοιχείο. Και οι δυο πλευρές χρειάζονται χρόνο. Να απολυμανθούν από τη «μιαρή συμβίωση» και να επανέλθουν στη φυσική τους πολιτική κοίτη και δεξαμενή ψηφοφόρων. Και οι δυο έχουν αρχίσει να στοχεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Στο νέο σποτάκι των ΑΝΕΛ που διέρρευσε ο Καμμένος, το τραινάκι και ο γύψος έχουν δώσει τη θέση τους σε μια κόκκινη γραμμή. Το μήνυμα είναι προφανές. Όσο μπορούσε νουθετούσε τον Αλέξη. Όταν ο Αλέξης ξεπέρασε τα εσκαμμένα, ιδίως στο εθνικό θέμα του Μακεδονικού, τράβηξε την κόκκινη γραμμή. Από την άλλη πλευρά, ο κ. Τσίπρας θα παραστεί και θα μιλήσει σε σύναξη των κεντροαριστερών φυλών, όλων των αποχρώσεων, για τη συμφωνία των Πρεσπών. Ο Καμμένος στρέφεται στα δεξιά του με εθνικιστικούς τόνους για να διασωθεί, ενώ ο κ. Τσίπρας στρέφεται στα αριστερά του προσπαθώντας να συμπήξει ένα κεντροαριστερό μέτωπο.

Θα πάμε λοιπόν, όπως φαίνεται, σε ένα προσυμφωνημένο και αργόσυρτο διαζύγιο που θα δώσει χρόνο και στις δυο πλευρές να απευθυνθούν στα ακροατήριά τους για να διασωθούν πολιτικά.

Η κυβέρνηση φαίνεται να διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης αν το ζητήσει και να επιβιώσει μιας πρότασης δυσπιστίας εφόσον την προκαλέσει η αντιπολίτευση. Θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές σε χρόνο που θα κρίνει κομματικά ωφέλιμο. Μέχρι τότε θα έχουμε κυβέρνηση μειοψηφίας, πολιτικά απονομιμοποιημένη, αλλά συνταγματικά καλυμμένη. Η παράταση της παραμονής της στην εξουσία λειτουργεί εις βάρος της χώρας αλλά οι της κυβέρνησης θεωρούν ότι λειτουργεί υπέρ τους. Στο τέλος και αυτής της τελευταίας θεατρικής πράξης θα διαπιστώσουν ότι δεν θα υπάρξει χειροκρότημα, παρά μόνον η πολιτική συντριβή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ο Μαρξ στο Σόχο

Ο Μαρξ στο Σόχο

Σε μεγάλο βαθμό η λαίλαπα του λαϊκισμού είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της παγκόσμιας ελίτ. Η απόκλιση των συμφερόντων ανάμεσα στην ελίτ και το μεγάλο σώμα των κοινωνιών αυξήθηκε κατακόρυφα τις τελευταίες δύο γενιές. Το περίεργο, λοιπόν, δεν είναι η ραγδαία άνοδος του λαϊκισμού παγκοσμίως αλλά γιατί αυτή καθυστέρησε τόσο.

Το παράδειγμα της Αμερικής είναι χαρακτηριστικό. Απόφοιτοι κολλεγίων είδαν τη ζωή τους να βελτιώνεται δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, τα μητροπολιτικά κέντρα όπου ζούσαν να ακμάζουν, τις γειτονιές τους να απαλλάσσονται από την εγκληματικότητα. Η τεχνολογία βελτίωσε τη ζωή τους και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν νέες κοινότητες. Την ίδια ώρα τα εργατικά στρώματα μετρούσαν απώλειες. Οι λευκοί εργάτες, απόφοιτοι λυκείου, είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, το ίδιο και τις ευκαιρίες τους. Στις γειτονιές που μένουν αυξήθηκε η εγκληματικότητα, η χρήση των ναρκωτικών και οι μονογονεϊκές οικογένειες.

Το ξήλωμα του ρυθμιστικού πλαισίου του τραπεζικού συστήματος, που είχε μπει μετά το μεγάλο κραχ, οδήγησε στην κρίση του 2008. Η κρίση, μαζί με τις συνεχείς φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους Αμερικανούς, την άνιση κατανομή του οφέλους από την παγκοσμιοποίηση, τις ανισότητες της τεχνολογικής επανάστασης και την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους οδήγησαν τα εργατικά στρώματα στην απόγνωση. Αυτή η πολιτική, που ήταν βασικά ρεπουμπλικανική πολιτική, υιοθετήθηκε και από τους δημοκρατικούς με την «τριγωνοποίηση» του Κλίντον. Έτσι δημιουργήθηκε ένα consensus στη μετά Ρέιγκαν εποχή με έμφαση στις ανοιχτές αγορές, το ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, αγαθών και ανθρώπων. Αυτό έφερε οφέλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας χωρίς, όμως, τη διάχυση του οφέλους στη βάση της πυραμίδας. Το δημοκρατικό κόμμα, κλασσικός εκφραστής των εργατικών στρωμάτων στην Αμερική, άρχισε να χάνει την επαφή του μαζί τους. Ακολουθώντας μια ταυτοτική πολιτική άρχιζε να εκφράζει νέες κοινωνικές ομάδες, γυναίκες, νέους, γκέι, περιβαλλοντολόγους. Το αποτέλεσμα ήταν τα εργατικά και αγροτικά στρώματα της Αμερικής να μείνουν πολιτικά ανέστια. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν στους ρεπουμπλικάνους στη βάση κοινωνικών θεμάτων όπως ο πατριωτισμός, η οπλοκατοχή, οι αμβλώσεις, η θρησκεία. Παρότι τα οικονομικά τους συμφέροντα ήταν σε αντίθεση με την οικονομική πολιτική του ρεπουμπλικανικού κόμματος.

Ο Τραμπ κατόρθωσε να υφαρπάξει την ψήφο αυτών των ανθρώπων υποσχόμενος να προστατεύσει και να αποκαταστήσει θέσεις εργασίας. Στη βάση ενός οικονομικού προστατευτισμού και μιας πολιτικής ενάντια στη μετανάστευση. Ασκώντας, παράλληλα, κριτική σε αμερικανικές εταιρείες που μεταφέρουν τα εργοστάσια τους σε άλλες χώρες για να αποφύγουν το υψηλό εργατικό κόστος.

Ουσιαστικά ο Τραμπ κατάλαβε και εξέφρασε την αγανάκτηση της λευκής εργατικής τάξης. Όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και σε επίπεδο πολιτισμικό, ως ομάδα απειλούμενη από άλλες ομάδες.

Τηρουμένων των αναλογιών παρεμφερείς εξελίξεις συμβαίνουν και στην Ευρώπη. Τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν χάσει την επαφή τους με τα εργατικά στρώματα, ενώ οι φιλελεύθεροι ασχολούνται με πολιτικές ταυτότητας, χάνοντας τη μεγάλη εικόνα, όπως έγραψε πρόσφατα ο Μαρκ Λίλλα. Και η μεγάλη εικόνα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση στον τρόπο παραγωγής απειλούν, κυρίως, τα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας. Όσο οι παρούσες ελίτ αδυνατούν να το συνειδητοποιήσουν, θα εκχωρούν χώρο πολιτικής εκπροσώπησης σε κάθε είδους δημαγωγό. Κι αυτό δεν χρειάζεται να μας το θυμίσει το φάντασμα του Μαρξ στο Σόχο, 200 χρόνια μετά τη γέννησή του.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Ατενίζοντας το 2019: Υπνοβάτες

Ατενίζοντας το 2019: Υπνοβάτες

Στο τέλος της προηγούμενης χιλιετίας το κλίμα στη Δύση ήταν κλίμα ευφορίας, αυταρέσκειας και θριαμβολογίας. Η Δύση είχε επικρατήσει πλήρως σε όλα τα επίπεδα. Η προσδοκία ήταν ότι ο εικοστός πρώτος αιώνας θα ήταν ο αιώνας της εξάπλωσης των δυτικών αξιών, του δυτικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στον υπόλοιπο πλανήτη. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση θα έφερναν τη νέα τάξη και στο πιο απομακρυσμένο χωριό του πλανήτη. Στο συστημικό επίπεδο, η πλήρης επικράτηση της αμερικανικής υπερδύναμης δημιουργούσε συνθήκες μονοπολισμού, μιας νέας Ρώμης.

Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της νέας χιλιετίας, το νέο αυτό πλανητικό status quo με επίκεντρο και ηγεμόνα τη Δύση αποδεικνύεται βραχύβιο. Αντίθετα, ο πλανήτης επιστρέφει σε πολιτικές πρακτικές Μεσοπολέμου. Ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης και αντικρουόμενα συμφέροντα. Μια νέα ιστορική διαλεκτική αναπτύσσεται ανάμεσα στη Δύση και «τους άλλους», που έχει και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, με το ακραίο τζιχαντιστικό Ισλάμ που πήρε μανιχαϊστικές διαστάσεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου και μετά το νεοσυντηρητικό πρότζεκτ του εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής που απέτυχε βυθίζοντας την περιοχή στο χάος και την αστάθεια. Δεύτερον, με την Κίνα που βγαίνει αργά αλλά σταθερά από το περιφερειακό καβούκι της με ηγεμονικές αξιώσεις στην πλανητική σκακιέρα. Τρίτον, μια αναθεωρητική Ρωσία που έχει επιστρέψει σε λογικές σφαιρών επιρροής. Ακολουθώντας συνάμα μια επιθετική πολιτική αποσταθεροποίησης της Δύσης μέσα από την ανάμειξή της στα εσωτερικά των δυτικών δημοκρατιών. Προκλήσεις από χώρους με αντικρουόμενα γεωπολιτικά συμφέροντα, διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και διαφορετικό τρόπο πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Δύση δεν προέρχονται μόνον από «τους άλλους». Εξίσου σημαντικές είναι οι εγγενείς προκλήσεις. Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση. Από το 1950, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από 2% κατά μέσο όρο και με χαμηλό πληθωρισμό. Οι ανισότητες όμως είναι η αρνητική όψη της παγκοσμιοποίησης που δημιουργεί κοινωνική δυσανεξία. Ενώ η κρίση του 2008 ανέδειξε και τις ατέλειες της θεσμικής οργάνωσης της ευρωζώνης. Δεύτερον, η τεχνολογική επανάσταση. Η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργούν νέες συνθήκες στον τρόπο παραγωγής. Παραδοσιακές βιομηχανίες εξαφανίζονται ή υποχωρούν ενώ κάθε ρομπότ στον χώρο παραγωγής αφήνει 6 εργάτες ανέργους. Μια νέα διαιρετική τομή προνομιούχων και μη προνομιούχων δημιουργείται, με βάση τον τεχνολογικό αναλφαβητισμό. Τρίτον, είναι ο κατακερματισμός των δυτικών κοινωνιών μέσα από τις πολιτικές ταυτότητας. Η δημιουργία μιας πολιτικής ορθότητας που βασίζεται σε έναν στείρο δικαιωματισμό είτε στα πλαίσια φυλετικής ή γενετικής ή σεξουαλικής ταυτότητας δημιουργεί ομάδες που σκέπτονται όχι ως μέλη μιας κοινωνίας αλλά μόνο ως μέλη μιας ομάδας. Τα επιμέρους δικαιώματα που εκφράζονται εξατομικευμένα ή ομαδικά χωρίς να εκφράζονται συνολικά κοινωνικά μέσα από τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών κατακερματίζουν τις κοινωνίες και δημιουργούν αντίπαλες κοινωνικές ομάδες.

Ολα αυτά μαζί με το Μεταναστευτικό και την τρομοκρατία δημιουργούν δημογραφικό και πολιτισμικό πανικό, που στην Αμερική οδήγησαν στο whitelash και την εκλογή Τραμπ. Στην Ευρώπη οδήγησαν στο Μπρέξιτ και στον λαϊκισμό αριστεροδεξιάς κοπής.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών που οδηγούν σε εθνικιστικό παροξυσμό, την κατάρρευση των πολιτικών συνεργασίας και την ανάδυση νέων μεγάλων δυνάμεων. Η δημοκρατία είναι σε υποχώρηση, οι δημαγωγοί σε άνοδο, μαζί και ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Οπως ακριβώς και στον Μεσοπόλεμο. Το στοίχημα είναι να μη βαδίσουμε ως υπνοβάτες σε μια νέα καταστροφή.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

Αχαρτογράφητα νερά

Αχαρτογράφητα νερά

Η Μέι επιβίωσε πολιτικά από το εσωκομματικό πραξικόπημα, παρατείνοντας την παραμονή της στην ηγεσία του κόμματος. Έχασε την υποστήριξη του ενός τρίτου των βουλευτών της αλλά το αποτέλεσμα δεν επιτρέπει πρόταση μομφής για τους επόμενους 12 μήνες τουλάχιστον. Παρά το εύρος της αμφισβήτησης, η Μέι κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί, όπως η Θάτσερ το 1990. Τότε η Θάτσερ είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο με 204 ψήφους έναντι 152 του Χεζελτάιν και 16 αποχών. Βάσει του καταστατικού των Τόρηδων απαιτούνταν και δεύτερος γύρος. Η Θάτσερ δήλωσε αρχικά αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι τέλους. Το πρωινό της 22ας Νοεμβρίου του 1990, όμως, ανακοίνωσε την παραίτησή της. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η αμφισβήτηση της ηγεσίας της Θάτσερ προήλθε από την αρνητική της στάση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, η Μέι αμφισβητείται γιατί δεν έρχεται σε πλήρη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προκειμένου να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος, η Μέι αποδέχθηκε την αποδυνάμωσή της. Δεσμεύθηκε ότι δεν θα ηγηθεί του κόμματος στις επόμενες βουλευτικές εκλογές σηματοδοτώντας την έναρξη της μάχης διαδοχής στο διχασμένο κόμμα των Τόρηδων. Αποδυναμώνεται, όμως, στην προσπάθειά της να πετύχει καλύτερη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να περάσει τη συμφωνία από τη Βουλή.

Οι συντηρητικοί ευρωσκεπικιστές θεωρούν ότι μόνο ένα σκληρό Μπρέξιτ αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση του δημοψηφίσματος του 2016. Η προσπάθειά τους, όμως, να εκθρονίσουν τη Μέι και να τοποθετήσουν στη Ντάουνινγκ κάποιον που θα διαχειριστεί ένα σκληρό Μπρέξιτ εκτροχιάστηκε.

Τους απομένει μόνο η ακραία επιλογή να συνασπιστούν με κόμματα της αντιπολίτευσης ψηφίζοντας μια πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Υπό την έννοια αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών.

Εάν το ενδεχόμενο ενός σκληρού Μπρέξιτ είναι το πιο ακραίο ενδεχόμενο, το ήπιο Μπρέξιτ, που συμφώνησε η Μέι παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να περάσει από τη Βουλή. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δείχνει ότι η Μέι δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία να περάσει τη συμφωνία από το κοινοβούλιο. Αυτό την οδηγεί σε μια τελευταία απέλπιδα διαπραγμάτευση με την ΕΕ για μια καλύτερη Συμφωνία. Στο σημείο που βρίσκεται η Ευρώπη σήμερα είναι αμφίβολο αν μπορεί να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση στη Βρετανία. Μπορεί, ενδεχομένως, σημεία της Συμφωνίας να επαναδιατυπωθούν με διπλωματική αμφισημία αλλά δεν θα αλλάξουν πρόνοιες που είναι νομικά δεσμευτικές.

Η Μέι είναι δύσκολο να βρει ψήφους ανάμεσα στους εργατικούς αν η συμφωνία δεν αλλάξει ριζικά. Είναι δύσκολο επίσης να έχει τη στήριξη του βορειοϊρλανδικού κόμματος (DUP) με το ζήτημα του συνόρου της Ιρλανδίας. Με δεδομένη την αμφισβήτηση στο ίδιο της το κόμμα, οι πιθανές επιλογές της θα είναι οι εκλογές ή ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Μόνο που καμιά από τις δύο αυτές επιλογές δεν φαίνεται ικανή να λύσει το γόρδιο δεσμό της βρετανικής αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ στα “ΝΕΑ”

The skillful shepherd

The skillful shepherd

Very few Presidents in the history of the United States have been as experienced and trained to hold the highest office in the country as George H. W. Bush was.

A seasoned public servant and diplomat, he knew first hand how to manoeuvre in the meanders of the US bureucracy, the elaborate nexus of international institutions, and state interests. He had served in just about every post of significance before he was elected to the highest office of the land, becoming the 41st US President. He had served in Congress, the Central Intelligence Agency, as Ambassador to the UN and China, and as Ronald Reagan’s Vice President.

Not only did he know the world of politics and diplomacy but he had a penchant for picking the right people for the right posts, while avoiding the bureaucratic infighting that comes with strong personalities. From the indispensable James Baker to the quietly effective Brent Scowcroft, Bush’s team was formidable and functional.

His Presidency would need every bit of this expertise as it came in the midst of the most momentous events of the twentieth century. The end of the Cold War and the liberation of Eastern Europe, the reunification of Germany, the massacre in Tienanmen square and the first Gulf War.

After the fall of the Berlin Wall in 1989, the Bush  administration had to deal with the German question. He outmaneuvered the Soviet leadership every step of the way convincing them to give up the military presence of 400,000 troops on German soil and any territorial claims. At the same time he dealt with the fears of a unified Germany among western allies.

The ‘four plus two’ negotiating formula unified Germany and anchored it in NATO and the West. Bush managed friends and foes skillfully.  By avoiding victory laps and showing restraint towards the Soviets, and by consulting with and informing America’s allies of US intentions or major upcoming decisions. Eastern Europe was liberated, Germany was unified, and eventually, the Soviet Union itself disintegrated without bloodshed.

He did not have any time to rest on his laurels, however. In the midst of all this, Saddam Hussein invaded Kuwait. Saddam saw a window of opportunity in a time of change to pursue his aggressive agenda in the Middle East. ‘This will not stand’ was Bush’s response. And it didn’t. International sanctions were followed by military action by an unprecedened international coalition, including Arab states, assembled skillfully by Bush.

It was the first post Cold War crisis that would bring US and the Soviet Union side by side creating premature hopes for a new world order of superpower cooperation. Saddam was rolled back from Kuwait but Bush stopped short from invading Iraq and getting enmeshed in the quicksand of regime change in the Middle East. Some pundits and neoconservative critics accused him of leaving behind unfinished business.

Nevertheless, Bush’s prudence paid off. The rules and norms of the international order were reaffirmed. The US emerged as a benign hegemon legitimising its power, interests, and world leadership through the mantra of international institutions and its adherence to international rules.

Bush’s domestic approval ratings skyrocketed to almost 90%. Having orchestrated a peaceful transition to the post-Cold War era, and having won the Gulf War no one would have expected that he would depart office as a one-term President. His nemesis was a young governor from Arkansas who successfully turned the public’s attention away from Bush’s international triumphs to a weak economy with the telling slogan, ‘it’s the economy stupid’.

Bill Clinton reminded Bush that international triumphs may build legacies but economic records win elections. It was a lesson Clement Attlee had also taught Winston Churchill after the Second World War.   

Years later, part of Bush’s international legacy would come into question. The neocons would convince the 43rd President, the younger Bush, after 9/11, to finish the job his father had left incomplete. Bring an end to Saddam’s regime and the axis of evil and engage in an ambitious project of democratization of the Middle East. Sadam was ousted from power and brought  to justice but subsequent developments in the region rather pointed to H.W. Bush’s prudence and strengthened his legacy.

Bush did not have a Wilsonian vision of a new world order, confessing in a self-deprecating manner, that ‘he was not good with that vision thing’. But he didn’t ‘go wobbly’ as Margaret Thatcher feared. He was a pragmatic leader that managed change skillfully at a time that events were unfolding rapidly.

He did so by being deferential to his allies and magnanimous and modest to the defeated. By building alliances and coalitions as well as by avoiding unnecessary friction and conflict. He did it by being prudent.

A weak economy and a broken promise on not raising taxes cost him the election to a second term. It was an inglorious end to an illustrious career of public service.  

www.martenscentre.eu/blog